Η πολυφορεμένη –ειδικά στην Ελλάδα για άλλους λόγους- ατάκα «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι αυτή που κατά κάποιο τρόπο περιγράφει το πώς φανταζόμαστε ότι θα είναι οι ζωές μας στην μετά covid εποχή. Ουσιαστικά ακούγοντάς την οραματιζόμαστε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή τις μέρες πριν εμφανιστεί ο φονικός ιός και καθορίσει τις ζωές μας.
Αυτή η αισιοδοξία «πατάει» στις αναλύσεις των ειδικών που προβλέπουν την πορεία της νόσου και προεξοφλούν ότι δεν θα έχει χαρακτηριστικά πανδημίας, αλλά θα αποκτήσει χαρακτήρα ενδημικότητας, όπως συμβαίνει με την εποχική γρίπη, γεγονός που θα την καταστήσει διαχειρίσιμη. Δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες πάντως, που δεν θεωρούν ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί απλά να θεωρηθεί η «καλύτερη δυνατή» με βάση τον τρόπο που αντιμετωπίσαμε τον ιό και τα «όπλα» που διαθέτουμε.
Τονίζουν δηλαδή ότι η ανάπτυξη των εμβολίων και το πρόγραμμα εμβολιασμού που ακολουθήθηκε σε όλο τον πλανήτη σαφώς βοήθησε στον περιορισμό των απωλειών ανθρώπινων ζωών, αλλά την ίδια ώρα οι μολύνσεις συνεχίστηκαν. Προφανώς όλοι είναι ικανοποιημένοι από την δραστική μείωση της θνησιμότητας, όμως η ενδημικότητα δεν παύει να αποτελεί και μια «ομολογία» ότι ως ανθρωπότητα αποτύχαμε να αδρανοποιήσουμε και σε τελική ανάλυση να νικήσουμε τον κορωνοϊό εξαλείφοντας τον ίδιο και τους κινδύνους του.
Η ενδημικότητα, έτσι όπως την έχουμε σχηματίσει οι περισσότεροι στο μυαλό μας, σημαίνει πρακτικά ότι η covid 19, στην χειρότερη περίπτωση, από ένα σημείο και μετά θα αντιμετωπίζεται περίπου ως ένα κοινό κρυολόγημα, απαιτώντας ενδεχομένως και ένα εμβόλιο το οποίο θα λαμβάνουμε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδου, όπως συμβαίνει τώρα με την γρίπη το Φθινόπωρο. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα ήδη παρατηρούμε ανάλογες συμπεριφορές, με βάση την πορεία της παραλλαγής Όμικρον, όπου οι περιορισμοί τίθενται στο περιθώριο αφού οι επιτελείς προεξοφλούν πως έχει επιτευχθεί τέτοιος βαθμός ανοσίας που θα επιτρέψει μια επιστροφή στην προ covid εποχή.
Όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τζόναθαν Γκραντ του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ειδικός σε μολυσματικές ασθένειες, αυτή η διάκριση μεταξύ πανδημίας και ενδημικότητας δεν θα έπρεπε να παρουσιάζεται από συναδέλφους του ή ακόμη και πολιτικούς ως μια «καρό σημαία» που χωρίζει τον χρόνο στα δύο και τραβά μια σαφή και ξεκάθαρη γραμμή όπου τα μέτρα κατά του κορωνοϊού εξαφανίζονται μέσα σε μια μέρα και ο κόσμος γίνεται όπως τον γνωρίζαμε.
Αντίθετα, πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά σενάρια που είναι πιθανό να συμβούν. Η ενδημικότητα από μόνη της δεν αρκεί για να πειστεί η επιστημονική κοινότητα πως ξεμπερδέψαμε μια και καλή με τον ιό ή ότι τον μετατρέψαμε σε έναν περίπου «άκακο» συνοδοιπόρο των ζωών μας.
Ακόμη και ασθένειες που χαρακτηρίζονται ως ενδημικές συνεχίζουν να είναι δυνητικά τρομερά επικίνδυνες αφού κανείς δεν μπορεί να μαντέψει με βεβαιότητα την πορεία τους. Όλες τους χαρακτηρίζονται από περιόδους ύφεσης αλλά και έξαρσης, χωρίς να είναι από τώρα γνωστό το μέγεθος και η έκτασή τους. Η ενδημικότητα απλά πιστοποιεί ότι το παθογόνο θα συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσά μας, με την ελπίδα ότι θα παραμείνουν διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις του. Αυτό, όμως, δεν παύει να είναι μια ελπίδα πως όλα θα συνεχίσουν για πάντα να πηγαίνουν καλά. Με τον ιό, όμως, να μην έχει νικηθεί οριστικά ο κίνδυνος μιας νέας έξαρσης τα επόμενα χρόνια είναι όχι μόνο ορατός και υπαρκτός, αλλά και πολύ πιθανός, γεγονός που δεν επιτρέπει εφησυχασμούς και θριαμβολογίες.