Ένα από τα πράγματα για τα οποία είναι γνωστή η Κρήτη είναι ότι δεν θα σε απογοητεύσει ποτέ σε επίπεδο φαγητού. Όποιο μέρος της και να δεις, όπου κι αν βρεθείς, θα υπάρξει τουλάχιστον ένα μαγαζί που θα προσφέρει ποιότητα, ποσότητα και εμπειρία άλλου επιπέδου. Για τους 3 από τους 4 νομούς ξέρω μόνο από περιγραφές. Για τα Χανιά ξέρω από πρώτο χέρι να σου πω τι εστί καλό φαγητό. Και φέτος έμαθα έναν λόγο παραπάνω. Τη Γραμπούσα.
Πολλοί φίλοι και γνωστοί προέτρεπαν να πάμε προς το χωριό Καλυβιανή. «Αν πας για μπάνιο Φαλάσαρνα, τότε στον γυρισμό σταμάτα στην Καλυβιανή» μας είπαν. Όταν ακούς για ένα μικρό χωριό, τότε δημιουργείς μια σχετική εικόνα για το πως θα είναι το μαγαζί που θα φας. Μικρό, οικογενειακό, με πολύ καλό φαγητό. Όντως τα 2 από τα 3 ήταν έτσι. Το πρώτο όμως καταρρίφθηκε ολοκληρωτικά. Η Γραμπούσα είναι ο τουριστικός εκπρόσωπος της Καλυβιανής. Μέχρι και ένας παππούς που κάθεται στην είσοδο του χωριού ξέρει ότι αυτήν αναζητάς. Και σου δείχνει με το δάχτυλο. Άλλωστε, η Γραμπούσα βρίσκεται εκεί 13 ολόκληρα χρόνια. Την ξέρουν και οι πέτρες.
Η Γραμπούσα (παραλλαγή της νήσου Γραμβούσας) είναι από τα πιο γνωστά μέρη των Χανίων. Στην επιστροφή από Φαλάσαρνα ή Μπάλο είναι must να φας εκεί. Ένα must που έχει κατακτηθεί αβίαστα. Χωρίς να ξοδευτούν λεφτά σε διαφήμιση για παράδειγμα. Το word of mouth στην πλήρη δόξα του. Πας, τρως και μετά δεν μπορείς να μην το προτείνεις σε φίλο σου.
Ξέρεις ότι είναι ένα παράσημο στα γαλόνια του καλοφαγά. Νιώθεις έμπειρος και γνώστης με το να προτείνεις τη Γραμπούσα σε φίλους σου. Γιατί μετά από λίγες ώρες θα σε ευχαριστούν που τους καθοδήγησες σε μια τέτοια εμπειρία. Στους ανθρώπους αρέσει πολύ να μαθαίνουν τους τόπους, να γνωρίζουν εκείνα τα μυστικά που λίγοι γνωρίζουν. Η Γραμπούσα μπορεί να είναι ξακουστή, αλλά αποτελεί σημαντικό bullet στην ιστορία που θα αφηγείσαι από τις διακοπές σου. «Πώς πέρασες;» θα σε ρωτήσουν. «Φίλε, έφαγα σε ένα απίστευτο μέρος» θα απαντήσεις. Και θα είναι απόλυτα ειλικρινής η φράση και η έκφραση του προσώπου σου.
Πρώτα απ΄όλα μιλάμε για ένα χώρο μεγαλοπρεπή με τρομερή θέα και πολλά φυτά να τον περιτριγυρίζουν. Αυτό το σκηνικό ενταγμένο στην ατμόσφαιρα της παρουσίας σε ένα χωριουδάκι τον Αύγουστο τα κάνει όλα πολύ όμορφα. Από δω και πέρα αναλαμβάνει το προσωπικό 33 ατόμων που διαθέτει το μαγαζί. Ναι, καλά διαβάζεις. Τόσα άτομα δεν θα βρεις ούτε στα πιο μεγάλα εστιατόρια. Ό,τι ζητήσεις έρχεται άμεσα, δεν χρειάζεται να αναζητάς τον σερβιτόρο. Η αμεσότητα βέβαια ξεκινά από την ετοιμότητα της κουζίνας, όπου γύρω στα 12 άτομα δουλεύουν με μπόλικη αγάπη για να παρουσιάσουν την καλύτερη εικόνα. Όχι μόνο του μαγαζιού ή του χωριού. Αλλά όλου του νομού.
Τα φαγητά του είναι όλα μαγειρεμένα στην καλύτερη εκδοχή που μπορείς να δεις. Καλιτσούνια, πατάτες οφτές, κεφτέδες, ντολμαδάκια, ποικιλία τηγανιτών με κολοκυθάκια, μελιτζάνες κ.α. Εκεί όμως που πρέπει να σταθώ είναι στους κολοκυθανθούς και τα κρέατα που κάνει σε ξυλόφουρνο. Οι πρώτοι είναι ονειρεμένοι. Τους βάζεις στο στόμα σου και νιώθεις σα να δαγκώνεις τον παράδεισο. Αυτό που συμβάλλει σαφώς είναι το ρύζι, το οποίο αναδεικνύει και τους ντολμάδες και τα γεμιστά. Κάτι που το θεωρώ επιτυχία, γιατί μέχρι να φάω εκεί, κανένας ντολμάς δεν είχε μπορέσει να κοντράρει αυτούς της γιαγιάς μου.
Οι χοιρινές μπουκιές περασμένες στα κλήματα και τυλιγμένες σε φύλλο κρούστας είναι ένα από τα κυρίως του που πρέπει να το δοκιμάσεις, ενώ ο κοκκινιστός κόκκορας με χυλοπίτες αποτελεί μια πανδαισία γεύσεων και αρωμάτων. Αφού ολοκληρώσεις την περιφορά σου στα πιάτα του, μπορείς να πας στα τελάρα με φρούτα που διαθέτει και να σερβιριστείς κατά το δοκούν. Χωρίς να πληρώσεις κάτι γι΄αυτά.
Δες περισσότερες λεπτομέρειες και φωτογραφίες ΕΔΩ κι ΕΔΩ.