Το να είσαι μεθυσμένος δεν σε κάνει λιγότερο δολοφόνο

«Το παιδί δεν το ήθελε». «Και οι άλλοι αφού τον είδαν έτσι γιατί μπήκαν στο αμάξι». «Ήταν η κακιά η ώρα».

Εφόσον τα ρεπορτάζ αποδειχτούν ακριβή και κοντά στην αλήθεια, ο 44χρονος ο οποίος το βράδυ της Πέμπτης χτύπησε με το αυτοκίνητό του τρία νεαρά αγόρια με αποτέλεσμα τον θάνατο του ενός, οδηγούσε μεθυσμένος.

Ακόμη κι αν οι πληροφορίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και η ποσότητα αλκοόλ που ανιχνεύθηκε στο αίμα του δεν ήταν τόσο υψηλή, δεν αλλάζουν πολλά στην μεγάλη εικόνα.

Προφανώς για την συγκεκριμένη περίπτωση και τον ίδιο τον θύτη τα αποτελέσματα του αλκοτέστ έχουν σημασία, αλλά για το γενικότερο πρόβλημα της οδήγησης υπό την επήρεια ουσιών, ένα δυστύχημα λιγότερο ή ένα περισσότερο δεν κάνει την παραμικρή διαφορά, όσο κυνικό κι αν μοιάζει το να μιλάς έτσι όταν υπάρχουν νεκροί.

Δυστυχώς αντίστοιχο κυνισμό δεν δείχνει η ίδια η κοινωνία απέναντι σε αυτό το θέμα. Όλοι στέκονται αδιανόητα ελαστικοί απέναντι στο «social drinking», εντάσσοντας σε αυτό ακόμη και την κραιπάλη σε βαθμό του να μην βλέπει ο οδηγός ούτε το κλειδί στην μίζα.

«Και ένα για τον δρόμο», λοιπόν, αναφωνούμε σηκώνοντας τα ποτήρια μας για… ένα τελευταίο πριν μπούμε στο αμάξι και μεταβληθούμε σε αντιπρόσωπο του χάρου στη Γη. Και το κάνουμε με ελάχιστα επικριτικά βλέμματα πάνω μας ή μηδενικές κοινωνικές «κυρώσεις».

Πιθανότερο είναι οι γύρω μας να μας αποθεώσουν για την ικανότητά μας να πίνουμε, αλλά σπανίως θα βρεθεί ένας χριστιανός (ή οποιοδήποτε άλλου θρησκεύματος φίλος) που θα βρεθεί να μας πει «πού πας ρε εγκληματία να οδηγήσεις σ’ αυτήν την κατάσταση»…

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας τα περισσότερα σε αριθμό θανατηφόρα τροχαία συμβαίνουν στο χρονικό διάστημα από τις 12 τα μεσάνυχτα μέχρι τις 7 το πρωί της επόμενης μέρας.

Προφανώς ο ανεπαρκής φωτισμός είναι ένας λόγος αυτής της εικόνας, αλλά αν δεν θέλουμε να φοράμε βολικές παρωπίδες, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η βασική διαφορά σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ώρα είναι μία. Εκείνες τις ώρες ελάχιστοι είναι που κυκλοφορούν χωρίς να έχουν καταναλώσει ένα (ή πολύ παραπάνω) «ποτηράκι».

Οι νομικοί υποστηρίζουν ότι το νομικό πλαίσιο παραμένει αυστηρό για τις περιπτώσεις δυστυχημάτων στον δρόμο. Η ίδια η κοινωνία δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται αυτό και έχει κουραστεί να διαβάζει για οδηγούς που αφέθηκαν ελεύθεροι καταβάλλοντας εγγύηση και στη συνέχεια να πέφτουν στα μαλακά την στιγμή της κρίσης, την ώρα της απόφασης ενός δικαστηρίου, που πολύ συχνά αντιμετωπίζει με σχετική επιείκεια τους δράστες.

Είναι ξεκάθαρο –και το αντιλαμβάνεσαι απλά συζητώντας- πως αντίστοιχη με τους δικαστές στάση κρατά πεισματικά κι ένα μέρος του κοινωνικού συνόλου, που βλέπει με μεγαλύτερη συμπάθεια τους οδηγούς-θύτες σε σχέση με δράστες διαφορετικού τύπου εγκληματικών ενεργειών.

«Το παιδί δεν το ήθελε». «Και οι άλλοι αφού τον είδαν έτσι γιατί μπήκαν στο αμάξι». «Ήταν η κακιά η ώρα», είναι μερικές από τις δικαιολογίες που θα ακούσεις από τους υπερασπιστές τους, οι οποίοι στην ουσία υπερασπίζονται το δικαίωμά το καθενός στο πιόμα, κουβαλώντας τις δικές τους ενοχές αφού έχουν βρεθεί και οι ίδιοι στη θέση τους. Δηλαδή πίσω από ένα τιμόνι, με μπόλικο αλκοόλ στο αίμα, αλλά και παράλληλα την αδιανόητη ψευδαίσθηση του «εμένα δεν με πιάνει».

Δεν πα να λένε το αντίθετο οι έρευνες, οι επιστήμονες αλλά και η ίδια η ζοφερή πραγματικότητα… Το θέμα είναι πως αξιολογούμε εμείς οι ίδιοι την συμπεριφορά μας, επιτρέποντας στους εαυτούς μας να βρίσκονται στη βολική θέση του κριτή και του κρινόμενου. Λες και έχουν υπάρξει πολλοί στο παρελθόν που έχουν παραδεχτεί ότι «την έχουν ακούσει» και δεν είναι ικανοί ούτε να περπατήσουν μέχρι την πόρτα του αμαξιού τους.

Από το 2000 έως το 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ και της ΕΛΣΤΑΤ, σε 245.404 τροχαία συμβάντα καταγράφηκαν 22.397 νεκροί, 32.555 βαριά τραυματίες και ανάπηροι και 277.967 ελαφρά τραυματίες. Στο σχετικό πόρισμά της η ειδική επιτροπή για την οδηγική ασφάλεια αναφέρει αυτολεξεί:

««Η έλλειψη αγωγής, η απάθεια και η αδιαφορία είναι από τα πιο επικίνδυνα συμπτώματα μιας κοινωνίας. Και ο μέσος Έλληνας είναι προκλητικά απαθής και αδιάφορος απέναντι στα τροχαία ατυχήματα και τις συνέπειές τους. Πολύ απλά διότι θεωρεί ότι το πρόβλημα αφορά όλους του άλλους, εκτός από τον ίδιο. Όταν διαπιστώσει ότι το πρόβλημα είναι πολύ κοντά του, συνήθως είναι πολύ αργά, έχει ήδη υποστεί κάποιο τροχαίο ατύχημα ο ίδιος ή κάποιος οικείος του».

Συνεχίζοντας τις σκέψεις των ειδικών, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πως εξαιτίας όλων των παραπάνω η βαθιά ριζωμένη μέσα μας πεποίθηση ότι σ΄αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες είναι «λιγότερο δολοφόνοι» από άλλους, αφού «δεν το ήθελαν». Ένα επιχείρημα, ωστόσο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αστείο, αν δεν μιλάγαμε για νεκρούς. Και -επίσης- ένα επιχείρημα που δεν απαλύνει καθόλου τον πόνο από την απώλεια μιας ζωής.

Στους τόσους και τόσους λόγους που κατά καιρούς έχουν διαδηλώσει οι Έλληνες ίσως θα έπρεπε να προστεθεί ακόμη ένας. Η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για τους μεθυσμένους οδηγούς ή εξάντληση της αυστηρότητας που προβλέπουν οι ήδη υπάρχοντες νόμοι. Κάποιος –επιτέλους- οφείλει να δώσει το στίγμα που θα ακολουθήσει η ίδια η κοινωνία, κάνοντας ξεκάθαρο ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνεται να παραμένουν τόσο αβάσταχτα ανεκτές.