Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι ένα motivational κείμενο, ένα σεμινάριο αυτοβελτίωσης, ένα μάθημα για την αξία της σιωπής. Η σιωπή, αν και δεν ακούγεται, καταφέρνει να επισκιάσει τον θόρυβο που βγάζει ο κάθε αμετροεπής δημοσιογράφος ιδίως αυτές τις τραγικές ημέρες στην συλλογική μνήμη μας.
Σε κάθε περίπτωση η απόσταση από τη σιωπή έως το απεχθές πανό που αναρτήθηκε για τον Πορτοσάλτε, είναι τεράστια. Ενδιάμεσα υπάρχουν η αποδοκιμασία, η επίκριση, η απαξίωση. Η επίκληση στη βία όμως δεν μπορεί να είναι ποτέ αποδεκτή.
Όχι, δεν έγιναν τόσοι αγώνες, δε χύθηκε τόσο αίμα για να φτάσουν οι κοινωνίες στο σήμερα να έχουν πάνω απ’ όλα την πολυφωνία, την ελευθερία του λόγου, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, για να τα γκρεμίζει όλα μια άθλια δήλωση ενός δημοσιογράφου.
Γιατί αν σήμερα δικαιολογήσουμε μια ακραία αντίδραση που προτρέπει σε χρήση βίας, αύριο μπορεί να θερίσουμε θύελλες. Ξέχωρα απ’ το ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να αισθάνεται κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητά του, ποιος είναι αυτός που θα κρίνει ότι πρέπει να πληρώσει τέτοιο τίμημα; Με ποια μέτρα και σταθμά; Αν θεωρούμε απαράδεκτο ένα υβριστικό – απειλητικό πανό μόνο όταν δεν συμφωνούμε με τον εμπνευστή του, τότε είναι σαν να δικαιολογούμε τη στοχοποίηση οποιουδήποτε από την οχλοκρατία ή το νόμο των social media.
Ή μήπως και από αυτούς που κατά κόρον καταφεύγουν σε τέτοιες πρακτικές; Φανταστείτε έναν χούλιγκαν ή ακροδεξιό που βλέπει να κρεμάνε στα μανταλάκια τον Πορτοσάλτε και μαθαίνει τελικά ότι αυτή η εναντίον του προσωποποιημένη καμπάνια οδήγησε τελικά στον ξυλοδαρμό του. Βούτυρο στο ψωμί του.
Την επόμενη φορά θα στοχοποιηθεί αδίκως κάποιος από εξτρεμιστές, που μέσα στο κεφάλι τους θα νομίζουν κι αυτοί ότι έχουν δίκιο. Το κακό δεν θέλει πολύ να γίνει όταν η κύρια εκδήλωση συναισθήματος γίνεται το μίσος. Η αποστροφή της χρήσης βίας δεν μπορεί να είναι αλά καρτ.
Δημοκρατία δεν είναι η φίμωση απόψεων, όποιες και αν είναι αυτές. Δημοκρατία είναι να εξασφαλίζεται το απαραίτητο πλαίσιο ελευθερίας να πει κάποιος ακόμα και την, λαϊκώς αποκαλούμενη, αρλούμπα του και να κριθεί στη συνείδηση του κόσμου για αυτή.
Αντιθέτως, μόνο ως φασιστική μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίληψη των λαϊκών δικαστηρίων και των αυτόκλητων τιμωρών. Είναι η εντελώς αντίθετη στάση απ’ αυτή που νομίζουν ότι τηρούν κάποιοι με το να ξερνούν μίσος και κατάρες για κάποιον που έρχεται σε ευθεία κόντρα με τη λογική τους.
Η κάθε κυνική και αβανταδόρικη προς την κυβέρνηση φωνή δημοσιογράφου έχει ήδη κριθεί για τη θέση της από την κοινή γνώμη. Σε κάποιες περιπτώσεις και από τους επιζήσαντες του δυστυχήματος, κάτι που μάλλον έχει μεγαλύτερη βαρύτητα πιθανότατα και για τους ίδιους. Τίποτε πέρα από την όποια καταδίκη στη συνείδηση μας δεν έχει ηθική «νομιμοποίηση». Ούτε τα πανό, ούτε οι απειλές, ούτε οι τραμπουκισμοί. Πόσο μάλλον η χειροδικία.
Τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα, που ξεκίνησαν ως διαδηλωτές και κατέληξαν να ζητούν ικριώματα για εκτελέσεις, διαδέχτηκε ο διχασμός και η ανάδυση των εξτρεμιστών της Χρυσής Αυγής, που έφτασε έως και τρίτο κόμμα στις Ευρωεκλογές του 2014.
Είναι νόμος: τα άκρα γεννούν άκρα. Όποιοι ηδονίστηκαν με το πανό στο ΣΕΦ είναι αυτοί που ψάχνουν σήμερα να βρουν και λόγους για να δικαιολογήσουν τον ξυλοδαρμό Βαρουφάκη. Ενώ η λέξη για να τον χαρακτηρίσουν είναι μόνο μία: Μπραβιλίκι…