Κάνοντας θραύση στο social media marketing και παίζοντας τέλεια το χαρτί του φρέσκου, αυτοδημιούργητου και άφθαρτου, ο Στέφανος Κασσελάκης εισέβαλε σαν οδοστρωτήρας στην πολιτική σκηνή, φτάνοντας σε λίγες μόνο μέρες από την σχεδόν απόλυτη ανωνυμία στην βαριά κληρονομιά της διαδοχής του Αλέξη Τσίπρα.
Ήταν ένα εγχείρημα αδιανόητο σε σύλληψη και φιλοδοξία, πόσο μάλλον στην (επιτυχημένη) έκβασή του. Μόνο ένας άνθρωπος με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση θα μπορούσε να αναλάβει να το φέρει εις πέρας και μόνο μία προεκλογική καμπάνια που θα επικοινωνούσε αυτή την αυτοπεποίθηση στον κόσμο θα ήταν δυνατό να προκαλέσει την πλήρη ανατροπή των συσχετισμών στο εσωκομματικό πεδίο. Ευφυέστατα ο Κασσελάκης βροντοφώναξε ότι είναι αυτός το αντίδοτο της Κεντροαριστέρας στον Κυριάκο Μητσοτάκη και αυτή η επίδειξη επάρκειας άσκησε γοητεία στο εκλογικό σώμα.
Βεβαίως μια τέτοια διαδικασία – μετεωρικής ανέλιξης – περιέχει πάντα ένα μεγάλο «αλλά». Δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Στη μικρή πίστα, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, αρκούσε ένα σπριντ, καθώς η κούρσα για την προεδρία ήταν μια επιχείρηση – «αστραπή». Η διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας όμως προσμοιάζει σε Μαραθώνιο. Με διακύβευμα εντελώς διαφορετικής βαρύτητας στο ζύγι των ψηφοφόρων. Που ασφαλώς απαιτεί πολύ περισσότερες δεξιότητες από την επικοινωνιακή τεχνογνωσία.
Για τον Κασσελάκη η επόμενη μέρα της εκλογής του ήταν δύο φορές πιο δύσκολη. Υπό την έννοια ότι έπρεπε να κερδίσει και «ψυχικά» το ίδιο το κόμμα που κέρδισε εκλογικά. Προσπάθεια που για την ώρα μοιάζει αδύνατη, τουλάχιστον για τον ΣΥΡΙΖΑ όπως τον γνωρίζαμε έως τώρα. Οι κατηγορίες από αυτούς που υποτίθεται ότι θα ήταν σύντροφοί μετά τις 24 Σεπτεμβρίου γνωστές: δεν μπορεί να δομήσει πολιτικό λόγο, είναι φυτευτός / διχαστικός, περιφρονεί τα όργανα του κόμματος, δεν είναι καν αριστερός.
Με τη μάχη στον ΣΥΡΙΖΑ να μαίνεται, εύλογα ο διάδοχος του Τσίπρα έχει τα χέρια δεμένα σε ότι αφορά την προσπάθεια προσέλκυσης των δυνάμεων που έχασε το κόμμα μετά τις εκλογές του ‘19. Αλλά και μια σειρά από μικρά ή μεγαλύτερα αυτογκόλ λέκιασαν την εικόνα όταν άνοιξε το πλάνο: η ατάκα για την Κύπρο, η εμμονή με τον Τάιλερ, η σκηνοθεσία με τις γαλότσες και το φτυάρι στο Βόλο, το «δεν θυμάμαι τι έγραφα στα 24 μου».
Επιπλέον ο γάμος και η πρόθεση τεκνοθεσίας φαίνεται να αποτελούν ταμπού και για αρκετούς μη δεξιούς ψηφοφόρους. Αυτή τη στιγμή το ταβάνι επιρροής του νέου προέδρου μοιάζει εξαιρετικά περιορισμένο και η σμίκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ σαφώς πιο πιθανή εξέλιξη από τη διεύρυνση. Βεβαίως στην πολιτική δεν πρέπει να προεξοφλούμε τίποτα, το προφίλ ενός ηγέτη χτίζεται (ή αποδομείται) μέρα με τη μέρα και θα ήταν αφελές να ξεγράψουμε τόσο νωρίς την απόπειρα να αλλάξει ο νεόκοπος πολιτικός την κουλτούρα επιλογής εκλογικών κριτηρίων στη χώρα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μεταπολιτευτικά κανένα κόμμα δεν κατάφερε να κυβερνήσει τη χώρα σερί πάνω από μια οχταετία – ούτε καν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα.
Αυτό όμως που δεν είναι βιαστικό να συμπεράνουμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε, στην πρώτη κιόλας γραμμή της μάχης, μια αρκετά safe επιλογή για τη διαδοχή στην προεδρία. Χωρίς όμως να το έχει καν… συνειδητοποιήσει.
Ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε λύσει για χρόνια το πρόβλημα του και να είχε τεθεί ήδη σε κυβερνητική τροχιά αν μετά την παραίτηση Τσίπρα μιμούταν τη ΝΔ στη «νύχτα των βαρόνων» του ’97 (που μετέτρεψε τον Κώστα Καραμανλή από απλό βουλευτή σε αρχηγό της παράταξης) και πρωτοκλασάτα στελέχη προωθούσαν την υποψηφιότητα του Σωκράτη Φάμελλου ως μια λύση ευρείας αποδοχής σε κόμμα, αλλά και κοινωνία.
Ο ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας δεν είναι ούτε πολύ αριστερός, ούτε υπόλογος θολής ιδεολογικής ταυτότητας. Δεν είναι ούτε λαϊκιστής, ούτε όμως λιγότερο αιχμηρός απ’ όσο πρέπει. Αντιθέτως, διαθέτει μαχητικότατο – και κυρίως δομημένο – πολιτικό λόγο. Η επιχειρηματολογία είναι το φόρτε του, ενώ σε επίπεδο ευγλωττίας και ρητορικής ικανότητας είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα άντεχαν τη σύγκριση. Επιπλέον, με την ανάληψη της θέσης του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας έχει εκδηλώσει και ηγετικές αρετές. Μετρημένος και αμερόληπτος, έχει παίξει το ρόλο με υποδειγματικό τρόπο, εκπέμποντας διαρκώς μηνύματα ενότητας, όταν γύρω του εκτοξεύονται βέλη ένθεν κακείθεν. Η σοβαρότητα και η πολιτική ωριμότητα που επιδεικνύει είναι μάλλον ό,τι καλύτερο έχει συμβεί σε ένα άκρως διχασμένο κόμμα μετά την εκλογική συντριβή του Ιουνίου.
Θα μπορούσε ο 57χρονος χημικός μηχανικός να είναι η ενδεδειγμένη λύση για την προεδρία; Όλες οι διαθέσιμες ενδείξεις συνηγορούν ότι διαθέτει τα εχέγγυα που θα του επέτρεπαν να συσπειρώσει τη βάση του κόμματος. Ενδεχομένως και – χάρη στο υπερκομματικό του προφίλ – να γεφυρώσει τις διαφορές της αριστερής τάσης με τους θιασώτες της στροφής στο κέντρο. Δεν είναι ο σταρ, τύπου Κασσελάκη, που ήρθε απέξω για να πάρει τα ηνία, είναι αυτός ο «παίκτης» που γαλουχείται μέσα στην ομάδα –μέλος του ΣΥΡΙΖΑ από καταβολής του γαρ – και συνδυάζοντας προσωπικότητα και ποιότητα, φλερτάρει με το περιβραχιόνιο.
Βεβαίως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρυμμένο έναν άσο στο μανίκι του που ποτέ δεν αξιοποίησε, στο βαθμό που θα τον διατηρούσε ενωμένο και θα τον οδηγούσε ομαλά στην μετά Τσίπρα εποχή.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι σε ένα παιχνίδι διαρκών ανατροπών όπως είναι η πολιτική, «ήρωες» μετατρέπονται αίφνης σε αποδιοπομπαίοι τράγοι και πολιτικοί της «διπλανής πόρτας» σε κλειδοκράτορες εν δυνάμει κυβερνητικών σχηματισμών.