Θεσσαλονίκη επίθεση σε τρανς

Θεσσαλονίκη: Το πιο ανησυχητικό με την επίθεση στα δύο τρανς άτομα

Μετά την επίθεση, υπάρχουν αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε ως κοινωνία, αλλά χωρίς εχέγγυο επιτυχίας...

Αν επιχειρήσει κάποιος να μην κοιτάξει για λίγο κατάματα αυτή την κτηνωδία που εκτυλίχθηκε στη Θεσσαλονίκη το βράδυ του Σαββάτου, θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες φιλοσοφικές αναζητήσεις και σε ηθικά διλήμματα.

Είναι προφανές πως δεν υπάρχουν λέξεις να αποτυπώσουν αυτή την απανθρωπιά που είδαμε να αναπτύσσεται με περίσσια χαρά από 200 φασισταριά και ρατσιστές εις βάρος δύο ατόμων που ούτε καν τους πείραξαν, ούτε που ασχολήθηκαν μαζί τους.

Σε μια πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, που οι ντόπιοι ομολογούν ότι υπάρχει μεγάλο ζήτημα με τον εναγκαλισμό του ακροδεξιού και του φασιστικού, γίναμε μάρτυρες μιας συνέλευσης μισαλλόδοξων κουτορνιθίων που επιτέθηκαν λεκτικά, διαπόμπευσαν, κυνήγησαν και οριακά δεν σάπισαν στο ξύλο τα δύο τρανς άτομα.

Και δεν είδαμε μόνο αυτό. Είδαμε αυτά τα άτομα να μην κρύβονται στα social media. Τα είδαμε να εμφανίζονται, να βγαίνουν μπροστά και αντί να δείχνουν μια ελάχιστη μετάνοια, να έχουν λόγο επιθετικό και να απαντούν σε όλες τις αναρτήσεις με το ύφος του «τι θα μας κάνετε;», σε φάση «σας έχουμε, είμαστε οργανωμένοι για να σας δείρουμε όλους».

Είναι πια ξεκάθαρο πως έχουμε φύγει από τη σφαίρα του «αυτά τα παιδιά δεν πήραν αγάπη και καθοδήγηση όταν έπρεπε και ξεστράτισαν» και είμαστε στη σφαίρα του «έχουμε φασισταριά με αγνό μίσος, δεν έχει κανένα νόημα να ελπίζουμε πως όταν ενηλικιωθούν θα έρθει κάποια επιφοίτηση και θα παραδεχτούν το εγκληματικό τους λάθος».

Αυτό είναι next level τρόμου για την κοινωνία διότι αρκετός διχασμός μας έχει κατσικωθεί, αν είναι να πρέπει να διχαστούμε και για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τέτοια άτομα, τότε την κάτσαμε τη βάρκα, για να το πούμε λαϊκά.

Γιατί αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα. Πώς αντιμετωπίζεις κάτι τόσο ακραία απάνθρωπο; Με ακόμα πιο επιθετική τακτική; Ή με αδιαφορία; Με παιδεία; Ή με εξοντωτικές ποινές στους εμπλεκόμενους και τους γονείς τους;

Δεν υπάρχει σωστή απάντηση. Δεν υπάρχει ούτε και λάθος απάντηση. Είναι όλα μεταιχμιακά. Κι αυτό τρομάζει περισσότερο.

Βλέπουμε τα τελευταία 2 χρόνια πως η τακτική της διαρκούς καταγγελίας δεν έκανε και πολύ καλή δουλειά στο να μειώσει τέτοια φαινόμενα. Αντιθέτως, μοιάζει σαν να προκάλεσε περισσότερο την αντίδραση. Κι από την αντίδραση για την αντίδραση, πολλοί τελικά ασπάστηκαν την ομοφοβία και κάθε άλλη τέτοια «ασθένεια».

Από την άλλη, η τακτική της αδιαφορίας και το να αγνοείς επιδεικτικά τους φασίστες και να μην επιχειρείς να τους επιβάλλεις το ηθικά σωστό στην προσωπική τους ζωή, δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα δουλέψει.

Το ίδιο αδιέξοδο είναι το δίλημμα και στο κατά πόσο πρέπει να επικρίνουμε τις εκπομπές που σε όλο το προηγούμενο διάστημα πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, έδιναν βήμα σε πολωτικές φωνές και ακραίες προσωπικότητες.

Τους εξαφανίζουμε; Ή τους δίνουμε χώρο να ξεδιπλώσουν το ποιόν τους ελπίζοντας έτσι σε μια αποδυνάμωση τους; Ούτε εδώ έχουμε καταλήξει πως υπάρχει σωστή απάντηση. Δεν έχουμε δει κάτι να δουλεύει θεαματικά με τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων.

Κι αυτό μας οδηγεί στο κυνικό συμπέρασμα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα μυαλά κανενός, δε μπορούμε να εξαλείψουμε τον φασισμό, δεν ξέρουμε καν αν μπορούμε να τον περιορίσουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε πως έχουμε σωστά κίνητρα και πως ο τρόπος μας θα αποδώσει κάποια στιγμή.

Μέχρι να συμβεί, θα πρέπει να αναγκαστούμε να βάλουμε στην άκρη κάθε ρομαντισμό και να θέσουμε στο περιθώριο και τους 200 στη Θεσσαλονίκη και τους γονείς τους, αλλά και σε κάθε πόλη.