Τσουβέλας είσαι και θα τα ακούσεις…

Τσουβέλας είσαι και θα τα ακούσεις…

Άμα είναι να πεθάνει ό,τι σε ενοχλεί, τότε δε θα υπάρχει τίποτα σε λίγο στον κόσμο...

Σε πολλές περιπτώσεις, κι εδώ στο Menshouse, αλλά και παντού, έχει ειπωθεί ότι το πρόβλημα με τη νοοτροπία μας σε τούτη τη χώρα έγκειται στην αίσθηση της ατιμωρησίας. Είτε αφορά το κράτος είτε ιδιωτικές περιπτώσεις. Ο Αλέξανδρος Τσουβέλας έκανε μια κίνηση για να το αλλάξει.

Όταν κάποιος πιστεύει πως οτιδήποτε και να πει ή να κάνει, δεν θα έχει κυρώσεις και πόνο στην ζωή του κι όχι απλά μια απάντηση στα social ή να του κλείσουν το προφίλ, τότε θα γράψει τα τέρατα.

Καρκίνοι, ψόφοι, να πεθάνεις, όλα αυτά τα ωραία που τα λέμε και τα γράφουμε με ευκολία πια. Να πω την αλήθεια, έχω γράψει αρκετές φορές τέτοια, όχι όμως σε κάποιον συγκεκριμένο και στο προφίλ του. Κι όχι για κάτι προσωπικό μου, για κάτι που ενοχλεί μόνο εμένα.

Θα το γράψω για εμπρηστές, για βιαστές, για εγκληματίες, για ζώα που παρκάρουν τα μηχανάκια τους στο πεζοδρόμιο, για όσους πετάνε τα τσιγάρα και τα σκουπίδια τους στους δρόμους. Σε όλους αυτούς αξίζει και παραξίζει και θα το ξαναγράψω αν χρειαστεί.

Αλλά το να μη σου αρέσει το αποτέλεσμα της δουλειάς κάποιου, το να έχετε απλά διαφορετική αισθητική ή άποψη για πράγματα, δεν είναι επ’ ουδενί λόγος να πας κάτω από ανάρτηση στο προφίλ του ή να του στείλεις προσωπικό μήνυμα όπου του εύχεσαι να πεθάνει, βασανιστικά ή μη βασανιστικά, και του καταριέσαι ως και το σόι του ή ό,τι αγαπάει.

Ο Αλέξανδρος Τσουβέλας δεν είναι ένας άνθρωπος που βρίσκω λόγο να τον μισήσεις. Μπορεί να σε ενοχλήσει που τον βλέπεις παντού, μπορεί να μη σου αρέσουν τα αστεία του, αλλά η λύση πάντα σε αυτά είναι απλή: απλά σταματάς να τον βλέπεις, να τον ακούς, κόβεις επαφή με όλα τα κανάλια σύνδεσης.

Αλίμονο όμως, αν για την ενόχληση μιας στιγμής, για κάτι που άπτεται του προσωπικού γούστου, να καθόμαστε να στέλνουμε μήνυμα ή να γράφουμε σχόλιο σε κάποιον να πεθάνει, να πάθει καρκίνο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Είναι άρρωστο. Σκεφτείτε να το έκαναν σε σας για τη δική σας δουλειά.

Σκεφτείτε να έχετε ένα φαγάδικο π.χ. και επειδή το φαγητό που σερβίρετε δεν είναι καλό, να έμπαιναν στα social του μαγαζιού και να έγραφαν «να πεθάνεις ιδιοκτήτη από καρκίνο». Ή αν είναι κάποιος υδραυλικός, να του στείλουν μήνυμα «δε μου άρεσε όπως έφτιαξες τη βρύση, να πεθάνεις κι εσύ και ό,τι αγαπάς». Δεν οδηγεί πουθενά.

Κι επιτέλους κάποιος έκανε μια νομική ενέργεια. Επιτέλους, ο Αλέξανδρος Τσουβέλας κάνει κάτι που πρέπει να γίνει κανόνας για όλους εκείνους που έχουν τα λεφτά να πάνε δικαστικά μια υπόθεση, διότι έχει δημιουργηθεί μια λανθασμένη αίσθηση πως αν κάποιος είναι γνωστός και βγάζει λεφτά, δεν παθαίνει και τίποτα να του ευχηθείς να πεθάνει από καρκίνο.

Προβληματική είναι η οπτική και η κούτρα όποιου πιστεύει κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι μου δίνουν την αίσθηση πως έχουν την ανάγκη να θυμώσουν άσχημα με κάποιον, να τον καταραστούν, να βγάλουν από μέσα τους όλο τον οχετό και ψάχνουν την παραμικρή αφορμή.

Έγινε για παράδειγμα αυτό το σούσουρο με τον τηλεσχολιαστή από την Αυστραλία, αν δεν κάνω λάθος, στους Ολυμπιακούς, που είπε κάτι σεξιστικό για κάποιες αθλήτριες, και ενώ επιλήφθηκε του ζητήματος ο εργοδότης του, έσπευσαν αρκετοί να του ευχηθούν διάφορα.

Ξεχνάμε ότι υπάρχουν ακόμα και αρμόδιοι για να επιβάλλουν ποινή σε κάποιον για κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Και δε μας αρκεί. Πρέπει να τον λούσουμε και με τις κατάρες μας.

Κι εδώ η αφορμή δεν είναι καν κάτι αξιοκατάκριτο. Απλώς κάποιος ενοχλήθηκε από το πρόσωπο του Τσουβέλα ή από το χιούμορ του, και του έστειλε τις κατάρες. Αν με βάση το προσωπικό κριτήριο του καθενός, πρέπει κάτι ή κάποιος να πεθάνει, τότε δεν θα μείνει και κανείς μας. Κι εγώ για πράγματα που έχω γράψει, θα πρέπει να έχω ψοφήσει από ανίατη ασθένεια από χρόνια.

Επειδή λοιπόν, η αδιαφορία δεν διορθώνει ποτέ τίποτα, ο κάθε Τσουβέλας θα πρέπει να δίνει το μάθημα σε αυτούς που το χρειάζονται, να τρομάξουν, να συμμαζευτούν και να γίνουν και αντιπαράδειγμα. Όχι ότι θα καλυτερέψει πολύ ο σοσιαλμιντιακός και ο πραγματικός κόσμος. Αλλά τουλάχιστον κάποια στόματα και κάποια χέρια θα πονέσουν πριν ξαναγράψουν κάτι αντίστοιχο.