Η ικανότητα μιας χώρας να παράσχει αξιοπρεπή διαβίωση στους πολίτες της μετριέται από το τι δυνατότητες έχει ένας εργαζόμενος με το βασικό μισθό. Στην Ελλάδα αυτές οι δυνατότητες είναι ζήτημα το πολύ 15 ημερών και ούτε καν οι μισές αν πρέπει να πληρώνει και ενοίκιο.
Τα εισοδηματικά κριτήρια που έχουν τεθεί για τον ορισμό της φτώχειας είναι κυριολεκτικά γελοία και είναι απορίας άξιον για ποιο λόγο δεν έχουν μεταβληθεί σε συνθήκες ακραίας ακρίβειας. Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.510 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 13.671 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Δηλαδή ο εργαζόμενος των 880€ που με 14 μισθούς ετησίως λαμβάνει 12.320€ θα έπρεπε να θεωρείται περίπου μέλος της μεσαίας τάξης από τη στιγμή που έχει διπλάσιο εισόδημα από τον… πλουσιότερο φτωχό. Κι όμως, αν δεν έχει δικό του σπίτι, είναι ο ίδιος πάμπτωχος, αφού το ενοίκιο απορροφά πλέον τουλάχιστον το 60% ενός τέτοιου μισθού. Εκτός αν μιλάμε για μια υπόγεια γκαρσονιέρα, οπότε και πάλι σκοντάφτουμε πάνω σε όρους φτώχειας.
Ίσως είναι ακόμα πιο αστείο βέβαια ότι μια οικογένεια τεσσάρων μελών δεν θεωρείται φτωχή με 14.000€ ετησίως, δηλαδή με εισόδημα 1000 ευρώ το μήνα! Είναι να αναρωτιέσαι ποιος φωστήρας έχει εκπονήσει αυτά τα νούμερα και πόσο αξιόπιστος αισθάνεται κάθε πρωί κοιτάζοντας τον καθρέφτη.
Ως φτώχεια ορίζεται η κατάσταση έλλειψης επαρκών πόρων για την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών, όπως η διατροφή, η στέγαση, η ένδυση και η ιατρική περίθαλψη. Και φυσικά, εφόσον είναι και η στέγαση στην εξίσωση, πρόκειται περί ανέκδοτου. Βάσει του εν λόγω πεφωτισμένου μελετητή, στην τετραμελή οικογένεια φτάνουν 300€ μηνιαίως για την κάλυψη όλων των αναγκών, αφού κάνα 700αρι (τουλάχιστον) θα είναι μόνο του το ενοίκιο.
Το κράτος λοιπόν εξ ορισμού παίζει με σημαδεμένη τράπουλα. Κλέβει τον πολίτη στο μεταξύ τους deal όταν του λέει πώς αν σου εξασφαλίσω εισόδημα 7.000€ ετησίως δεν είσαι φτωχός. Και αφού κάνει παγαποντιές το κράτος γιατί να μην κάνουν και οι υπόλοιποι; Σε πολλές περιοχής της Αττικής ο freddo κοστίζει πια 5 ευρώ. Όταν σκέφτεσαι τι θα κόψεις ακόμα και για να πιείς έναν καφέ, κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Κι όμως, στην Ελλάδα του 2025, αυτός ο μικρός καθημερινός «πολυτελής» καφές αποκαλύπτει κάτι μεγαλύτερο: τη συστηματική υποχώρηση της μικρομεσαίας τάξης, η οποία δεν φτωχοποιείται με θεαματικό τρόπο, αλλά διαβρώνεται αργά, σιωπηλά και μεθοδικά.
Σήμερα το κόστος ζωής στη χώρα προσεγγίζει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Οι τιμές σε τρόφιμα, ενέργεια, υπηρεσίες έχουν εκτοξευτεί, η ακρίβεια έτρεξε με αύξηση περίπου 10% ετησίως από το 2021 έως το 2024 (28,5% συνολικά) και κάπου εκεί αναμένεται να «κάτσει» και το 2025. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια η ζωή θα έχει γίνει περίπου κατά 35% ακριβότερη.
Τόση είναι και η αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019 έως και σήμερα. Πρακτικά δηλαδή δεν βελτιώθηκαν καθόλου οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων που τότε αμείβονταν με 650€ και υποτίθεται ότι τελούσαμε ακόμα υπό μνημονιακές δεσμεύσεις. Αν λάβουμε υπόψιν βέβαια το σύνολο των μισθών, η αύξηση είναι πολύ μικρότερη.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι καθαρές απολαβές στην Ελλάδα φτάνουν μόλις στο 52% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στην αγοραστική δύναμη η Ελλάδα ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία για την αποφυγή της τελευταίας θέσης και είναι 30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο!
Μέσα σε αυτό το τοπίο, το κράτος δείχνει να λειτουργεί με όρους που αγνοούν την πραγματικότητα. Τα εισοδηματικά όρια για κοινωνικά επιδόματα και παροχές παραμένουν παροιμοιωδώς χαμηλά, στηριγμένα σε μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες συνθήκες. Έτσι, χιλιάδες άνθρωποι που στα χαρτιά φαίνονται «ΟΚ» μένουν εκτός από ενισχύσεις τις οποίες στην πραγματικότητα χρειάζονται. Το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα δεν είναι αντικειμενικό. Είναι ένα τεχνικό εργαλείο που κρύβει ανάγκες, δεν τις αναδεικνύει.
Η μικρομεσαία τάξη ασφυκτιά επειδή δεν μπορεί να πάει ούτε ένα βήμα παραπέρα. Ο μισθός δεν φτάνει για να χτίσει κάτι, ούτε καν για να ανταποκριθεί στα βασικά. Όσοι παίρνουν την παράτολμη απόφαση να κάνουν παιδί, δεν συζητούν για πάνω από ένα. Το ενοίκιο σε μια μέτρια περιοχή της Αθήνας ξεκινάει από τα 600 ευρώ. Προσθέτεις ρεύμα, καύσιμα, σούπερ μάρκετ, ένδυση, και φτιάχνεις ένα νοικοκυριό που ζει για να πληρώνει. Δεν περισσεύει τίποτα. Δεν αποταμιεύει. Δεν σχεδιάζει. Απλώς επιβιώνει.
Το πραγματικό αδιέξοδο είναι όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να συνηθίζουν την ιδέα ότι έτσι είναι. Ότι αυτό που ζουν είναι το «φυσιολογικό». Όταν η καθημερινή αγωνία γίνεται κανόνας, η κοινωνία χάνει την προοπτική της. Όταν μία ομάδα ανθρώπων σταματά να ονειρεύεται, δύσκολα ανακόπτεται η πορεία προς τα πίσω. Τότε δεν μιλάμε πια απλώς για οικονομική δυσκολία, αλλά για υπαρξιακή κρίση. Που νομοτελειακά θα οδηγήσει στη φτωχοποίηση ή στην ατεκνία. Σύμφωνα με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις, ο πληθυσμός της χώρας το 2050 θα είναι 8,3 εκατομμύρια.
Αν η Ελλάδα θέλει να διατηρήσει έναν στοιχειώδη κοινωνικό ιστό, πρέπει να λάβει μέτρα χθες. Να βρει αντίδοτο στη χαμένη αίσθηση ασφάλειας, στις παραιτημένες προσδοκίες, στη σιωπηλή αποδοχή ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ας ξεκινήσει με την παραδοχή ότι το ζήτημα δεν είναι αν πιάνεις το όριο του επιδόματος. Είναι ότι δεν φτάνεις το όριο της αξιοπρεπούς ζωής. Και αυτό, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να το κρύψουν πίσω από νούμερα και στατιστικές, δεν κρύβεται το άτιμο με τίποτα. Φαίνεται πεντακάθαρα, σε κάθε γουλιά από έναν υπερτιμημένο καφέ…