Το μακελειό στα Βορίζια δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο, όταν μιλάμε για χωριά της ορεινής Κρήτης. Μπορεί η ένταση στην εκδήλωση του μίσους και του ολέθρου να εξέπληξε, καθώς οι δράστες δεν λογάριαζαν τίποτα χτυπώντας στο ψαχνό, αλλά η αλήθεια είναι ότι στο νησί έχουν συμβεί πολύ χειρότερα. Και όλα έχουν ως βάση την ανοχή στην ανομία και την παράνομη οπλοφορία.
Ήταν 5 Νοεμβρίου του 2007 όταν ένα κονβόι με 14 τζιπ των ειδικών δυνάμεων ανηφόριζε για τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, ώστε να ερευνήσει σε βάθος μια υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών. Παράλληλα, η Αστυνομία του Ρεθύμνου είχε ενδείξεις ότι η «μαφία του Μυλοποτάμου» κρυβόταν και πίσω από κάποιες πρόσφατες ληστείες τραπεζών και κλοπές μηχανημάτων αυτόματων συναλλαγών.
Την ώρα που η αυτοκινητοπομπή πλησίαζε στο «ένοπλο» άντρο του Ψηλορείτη εκτυλίχθηκαν σκηνές βγαλμένες από πολεμική ταινία.
Ένα απόσπασμα θανάτου με 20 ακροβολισμένους πιστολέρο, στην είσοδο των χωριού άνοιξε ομαδικό πυρ με καλάσνικοφ εναντίον των 43 αστυνομικών, τραυματίζοντας τρεις, τον έναν εκ των οποίων πολύ σοβαρά. Χτυπημένος στον αυχένα ο Στάθης Λαζαρίδης, έδωσε για 8 χρόνια μάχη για τη ζωή του με αλλεπάλληλα χειρουργεία, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά. Κι όμως αυτή δεν ήταν η σταγόνα που θα έπρεπε να έχει ξεχειλίσει το ποτήρι.
Το 1997, ύστερα από αλλεπάλληλες επιχειρήσεις στον ορεινό Μυλοπόταμο και την καταστροφή τεράστιων εκτάσεων χασισοφυτειών, εξαπολύθηκαν μαφιόζικες βομβιστικές επιθέσεις εναντίον του διοικητή Ασφαλείας Ηρακλείου, Κώστα Σολδάτου και του Νομάρχη Ρεθύμνου, Μανόλη Λίτινα. Η πρώτη είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό της γυναίκας του διοικητή, ενώ στη δεύτερη από θαύμα γλίτωσαν ο Νομάρχης και η οικογένειά του.
Τρία χρόνια αργότερα ένοπλοι είχαν προχωρήσει σε αρπαγή του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Περάματος, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση κατοίκου της περιοχής, για τον οποίο υπήρχαν ενδείξεις ότι συμμετείχε σε κυκλώματα της νύχτας.
Και όμως όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να μπει ένα στοπ στην κουλτούρα και τη δράση των κουμπουροφόρων καπεταναίων της Κρήτης, οι οποίοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν το ταχτάρισμα των αρχών, λόγω των διασυνδέσεων τους με τοπικούς βουλευτές, σε μια ανίερη συνδιαλλαγή, που αγοράζει με ψήφους προστασία.
Αν οι ποινές ήταν παραδειγματικές, τα κρατητήρια δεν ήταν μόνο για να φιλοξενούν τους παρανόμους έως ότου χτυπήσει το αφ’ υψηλού τηλεφώνημα απαλλαγής τους και ο καθολικός αφοπλισμός των ορεσίβιων αποτελούσε προτεραιότητα των αρχών, τότε ο ομφάλιος λώρος των «Κρητίκαρων νταήδων» με το έγκλημα θα είχε διαρραγεί.
Το χρήμα και η επιρροή έχουν διαβρώσει σε ντροπιαστικό βαθμό αυτή τη γωνιά της Κρήτης. Αν το ήθελε η κεντρική εξουσία δεν θα φύτρωνε ούτε χαμομήλι στο Μυλοπόταμο και οι αγροτικές επιδοτήσεις δεν θα έφταναν ποτέ σε καλλιεργητές κάνναβης και κτηνοτρόφους που είχαν μετατρέψει τη ζωοκλοπή σε επιστήμη.
Προφανώς η βεντέτα των Βοριζίων δεν εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, αλλά η εκρίζωση της κουλτούρας του «νόμος είναι τα όπλα» θα μπορούσε να πλήξει καίρια και το απαρχαιωμένο «έθιμο» της αντεκδίκησης.
Αντ’ αυτού όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς αυτή την κατεύθυνση. Η περιοχή του Ψηλορείτη, ένας τόπος όπου μαζί με το χασίς φυτρώνουν ορισμένες από τις πιο αποκρουστικές παθογένειες του ανθρώπινου είδους, θα εξακολουθήσει κατά τα φαινόμενα να διαφεντεύεται από τραμπούκους και άνανδρους «παλικαράδες».