Το ότι τα μπουζούκια πέρασαν μια πολύ δύσκολη φάση και τώρα προσπαθούν να επαναπροσδιοριστούν είναι πάνω κάτω αντιληπτό. Γι΄αυτό άλλωστε και η απόλυτη έννοια του χώρου και των άλλων συνθηκών υβριδιοποιήθηκε. Κάπου στο 2012 ενώθηκε το κλαμπ με το μπουζούκι και έτσι μπορούσε να έχει στον ίδιο χώρο τον πιτσιρικά με τον 40άρη και βάλε. Σιγά τις διαπιστώσεις που κάνω μέχρι στιγμής. Εκεί που θέλω να βρεθώ είναι στο ερώτημα του τίτλου. Με την τροπή της ελληνικής μουσικής τα τελευταία χρόνια, ποιο το νόημα να υπάρχουν τόσα σχήματα; Τι προσφέρει ένα σχήμα με κεντρικό όνομα κάποιον τραγουδιστή ή μπάντα που δεν έχει πολλά γνωστά τραγούδια;
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις στάθηκε το γεγονός ότι βρέθηκα το Σάββατο στο Box όπου οι Μέλισσες γεμίζουν το μαγαζί τα βράδια που εμφανίζονται. Από τη μία δεν μπορώ να βρω εξήγηση γιατί συμβαίνει. Από την άλλη κατανοώ ότι ο Μάστορας είναι μια μετοχή σε εξωφρενικό limit up. Δεν είναι τυχαίο ότι το μαγαζί γεμίζει από γυναίκες.
Η πέραση που έχει ο ταλαντούχος κατά τ΄άλλα τραγουδιστής – πολύ λιγότερο η μπάντα του – είναι το μοναδικό στοιχείο που εξηγεί την τόση απήχηση. Γιατί κακά τα ψέματα οι Μέλισσες δεν έχουν πάνω από 10-12 τραγούδια ευρέως γνωστά. Και με 10-12 τραγούδια δεν κρατάς ολόκληρο πρόγραμμα.
Το 70% των τραγουδιών τους βέβαια είναι από άλλους Έλληνες ή τα κλασσικά ροκ-μέταλ-τζαζ που λέει το 99% των τραγουδιστών σε μπουζούκια ή σκηνές ανάλογης φάσης. Γενικά όλο το πρόγραμμα βγαίνει με κόπιες. Φυσικά αυτό που συμβαίνει στο Box θα το δεις να συμβαίνει και σε άλλες σκηνές. Όχι μόνο να έχουν μια λίστα με τα μισά τραγούδια να ανήκουν αλλού. Αλλά να κάνουν και το τόσο στερεοτυπικό πλέον, να αμολάνε έναν dj με έναν μαύρο “ράπερ” δίπλα του. Ο dj παίζει ξεπατικωτούρα playlist από τα μισά μπαρ της Αθήνας, ο ράπερ διακόπτει τη μουσική με μερικά «put your hands up», «i can’t hear you» και έδεσε το γλυκό. Μετά έρχεται ένα πρόγραμμα με mix από τραγούδια που πουλάνε (90’s αυτή την περίοδο) και αναρωτιέσαι γιατί έδωσες 15 ευρώ για να μπεις σε ένα μέρος, να πιεις ένα ποτό και να ακούσεις σε χειρότερη ποιότητα αυτά που θα άκουγες σε ένα οποιοδήποτε μπαρ.
Δεν είμαι από τους τύπους που θα πουν «ε, ζώο πας μπουζούκια». Όχι μόνο γιατί στο παρελθόν πήγαινα ή γιατί σε αυτή τη φάση θα ήθελα που και που να πηγαίνω. Απλώς γιατί πρέπει κάπου και η ελληνική παραγωγή – καλή ή κακή δεν είναι της παρούσης – να αναπτύσσεται. Γιατί δεν είναι απαραίτητα κακό να επιλέγεις αυτόν τον τρόπο διασκέδασης. Άμα σε παίρνει οικονομικά να το κάνεις όσο θες. Δεν κρίνονται οι άνθρωποι από αυτό.
Ο προβληματισμός μου έγκειται στον τρόπο. Όχι στον τρόπο που διασκεδάζει ο οποιοσδήποτε. Αλλά στον τρόπο που επιβίωσαν μέσα σε αυτά τα ανώμαλα χρόνια τα μπουζούκια. Χρόνια που τα περισσότερα μοίραζαν για ένα διάστημα από 200 διπλές προσκλήσεις κάθε βδομάδα για να γεμίσουν. Κάποια ακόμα το κάνουν. Σε τι συνίσταται αυτό το πώς που περιγράφω; Πρώτα στο γέμισμα της playlist. Δεύτερον στα μοτίβα και τις εναλλαγές. Τρίτον και πολύ περισσότερο στην επανάπαυση. Στο σκεπτικό ότι αφού έτσι το συνηθίσαμε κι αφού γεμίζει το μαγαζί, όλα είναι κουλ.
Εγώ όμως δεν κρίνω την πλευρά του επιχειρηματία. Μιλάω για την πλευρά του θαμώνα και εν μέρει του τραγουδιστή. Το ύφος της ελληνικής μουσικής έχει αλλάξει, έχει γίνει πιο εφήμερο. 3-4 είναι οι τραγουδιστές που μπορούν να κρατήσουν λίγο παραπάνω την περαστική επιτυχία. Οι υπόλοιποι είναι είτε μέτριοι σε ό,τι παράγουν είτε πολύ κακοί. Ή πάλαι ποτέ κορυφαίοι που τώρα πια έχουν ξεπέσει και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν την όποια δόξα και λάμψη (βλέπε Βίσση, Θεοδωρίδου, Ρέμος).
Μια κατάσταση συμβατή με αυτά τα δεδομένα είναι κάτι που γίνεται κατά κόρον, αλλά όχι σε καθολική κλίμακα. Οι guest εμφανίσεις σε ανάλογους χώρους. Ο τραγουδιστής γίνεται πιο δύσκολα προσιτός στο κοινό και εκεί ακριβώς μπορεί να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη πιστότητα.
Σε κάτι τέτοιο θα πληρώσεις το ποτό σου σε πιο νορμάλ τιμή, θα είσαι διαθέσιμος να πάρεις και δεύτερο, ενώ δεν θα είσαι αναγκασμένος να φας στη μάπα όσους βγουν πριν, ενδιάμεσα και ταυτόχρονα με τον λόγο για τον οποίο πας κάπου.
Πέρα από την ψυχολογική διάθεση που μπορεί να δημιουργούν σε κάποιους τα μπουζούκια και τα παράγωγα τους (να πουλήσουν μούρη, να δείξουν την τσέπη τους, να κάνουν την πουράκλα τους, να να να…) μοιάζει περισσότερο με ένα κοινό μυστικό των συντελεστών που δεν το λένε παραέξω. Ότι ακριβώς δεν πρόκειται για μια γνήσια επιτυχία, για κάτι ατόφιο. Αντιθέτως, είναι απολύτως επίπλαστο…