Αν κάνω μια προσπάθεια να θυμηθώ τις φορές που ελληνικός αθλητικός σύλλογος παραδέχτηκε την ανωτερότητα του αντιπάλου, τότε θα βρω την εξής μία. Αυτή που ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος παραδέχτηκε ότι η Φενέρ ήταν καλύτερη ομάδα. Τέλος. Εκεί αρχίζει και τελειώνει η καταμέτρηση. Γιατί πιο πριν, τόσο σε ποδόσφαιρο όσο και σε μπάσκετ, δεν έχει βρεθεί ελληνική ομάδα να χάνει δίκαια. Μια ζωή αδικημένοι. Θα είναι η διαιτησία, θα είναι οι οχτροί που μας πολεμούν, θα είναι χίλιες δυο δικαιολογίες που μοναδικό σκοπό έχουν να μειώσουν τον αντίπαλο. Γιατί αυτός δεν ακολουθεί το δικό μας μοτίβο. Είναι βάρβαρος. Αυτός δεν κερδίζει ποτέ. Εμείς χάνουμε.
Αφορμή για όλα τα παραπάνω και όλα τα παρακάτω είναι οι δηλώσεις των προέδρων του Ολυμπιακού μετά τον τελικό της Ευρωλίγκας. Δηλώσεις που βρέθηκαν πάρα πολλοί να συμμεριστούν και να στηρίξουν. Ίδιες δηλώσεις κατά καιρούς έχουμε δει κι από το αντίπαλον δέος. «Έχουν τριπλάσιο μπάτζετ, παίζουν στην έδρα τους, δεν έχουν κανένα Τούρκο, πήραν την πρώτη τους Ευρωλίγκα, είχαμε δύο βασικές απουσίες» είναι το ρεζουμέ όσων ακούστηκαν. Φυσικά με την σημείωση «δεν τα λέμε όλα αυτά ως δικαιολογίες ούτε για να μειώσουμε τη νίκη του αντιπάλου». Σαν την ατάκα «εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι, έχω φίλους γκέι, αρκεί να μην προκαλούν».
Πολλές φορές σημασία δεν έχει το τι λες, αλλά πως το λες και τι κρύβεται σαφώς από πίσω. Γνωρίζοντας την αντίληψη των Ελλήνων παραγόντων και δη στο μπάσκετ που αισθάνονται μια ζωή αδικημένοι και ριγμένοι, μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα τι κρύβεται από πίσω.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτά που λέγονται αποτελούν και πεποίθηση. Αν δηλαδή τα εκστομίζουν απλώς και μόνο για να καλύψουν αδυναμίες. Αδυναμίες που δεν είναι ντροπή να τις παραδεχτείς. Εφόσον μπορείς να φτάσεις μέχρι ενός σημείου πρέπει όντως να είσαι περήφανος που καταφέρνεις να φτάνεις πάντοτε εκεί. No matter what. Αυτό που δεν πρέπει είναι να μεμψιμοιρείς. Γιατί αποκαλύπτεις ότι θα ήθελες να είχες τη δυνατότητα να ακολουθήσεις το άλλο μονοπάτι.
Ας τα δούμε όμως πιο κομματιαστά. Ας πιάσουμε την δικαιολογία της έδρας. Η δεύτερη φορά που παίζουμε final 4 στην Τουρκία τα τελευταία 5 χρόνια. Βέβαια την πρώτη δεν υπήρχε καν τουρκική ομάδα. Η έδρα πάντως του κάθε final 4 είναι γνωστή από ένα χρόνο πριν. Αν θεωρείς ότι είναι άδικο να αντιμετωπίσεις έναν αντίπαλο μόνο στην έδρα του, τότε γιατί πας; Γιατί δεν λες εξ αρχής, πριν τον αντιμετωπίσεις, ότι είναι άδικο. Δηλαδή αν κέρδιζες θα ήταν μια καρυδάτη νίκη στην έδρα του αντιπάλου, αλλά τώρα η έδρα εμπόδισε;
Δεύτερο σημείο και μια καραμέλα πολλών εξ ημών στην Ελλάδα. Το περίφημο μπάτζετ. Μια έννοια ταυτόχρονα πραγματική και πλασματική. Τι σημαίνει για παράδειγμα ότι η Φενέρ έχει 25 εκατομμύρια μπάτζετ για μισθούς παιχτών και ο Ολυμπιακός 9; Σημαίνει θεωρητικά ότι η Φενέρ έχει 16 εκατομμύρια παραπάνω για να ενισχυθεί ποιοτικά ή ποσοτικά. Πρακτικά όμως απέχει πόρω αυτή η υπεραπλουστευμένη ανάλυση.
Αφήνοντας στην άκρη την εμπορική αξία των ρόστερ και εστιάζοντας στην πραγματική, θα δούμε ότι οι δύο ομάδες δεν έχουν αυτή την απόσταση. Κυρίως γιατί παίζουν με διαφορετικά δεδομένα. Η Φενέρ δεν έχει τη φορολογία της Ελλάδας οπότε μπορεί να δώσει 3 εκατομμύρια στον Γιούντο. Ή 1.5 μύριο στον Μπένετ. Αυτό τι σημαίνει; Ότι ο Μπένετ έχει σχεδόν τετραπλάσια αξία από τον Παπαπέτρου στο ευρωπαϊκό μπάσκετ; Η απόδοση τους δείχνει ότι η αντικειμενική αξία είναι ανάποδη. Μήπως ο Μάντζαρης που παίρνει 800.000 είναι χειρότερος του Ντίξον που παίρνει πάνω από 1 εκατομμύριο; Σε 1vs1 μπορεί. Μέσα στις ομάδες τους με τίποτα.
Μια τέτοια εφαρμογή σε κάθε παίκτη των δύο ομάδων, αλλά και άλλων ομάδων δείχνει ότι η πιπίλα του μπάτζετ είναι μέχρι ενός σημείου αποδεκτή. Πολύ χαμηλότερου από αυτό που φανταζόμαστε. Γιατί για παράδειγμα ο Καλάθης παίρνει 2 εκατομμύρια ευρώ. Απέδειξε πουθενά αυτά τα λεφτά; Στην ουσία η διαφορά του Ολυμπιακού με τη Φενέρ δεν είναι το μπάτζετ. Είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι αναγκασμένος να πληρώσει υπεραξίες. Όπως η ΤΣΣΚΑ λόγου χάρη.
Το τρίτο στοιχείο αφορά τους γηγενείς. Πόσους γηγενείς έχει κάθε ομάδα; Δυστυχώς δεν ζούμε σε μια ρομαντική εποχή. Οι ομάδες είναι εταιρείες και ξοδεύουν λεφτά με έναν σαφή στόχο. Κατακτήσεις που δυναμώνουν το brand. Τι διαφορά θα έχει για τον οπαδό η κατάκτηση από 9 μη ντόπιους ή από 6 ντόπιους και 6 ξένους; Ελάχιστη. Ίσως στο δέσιμο. Αλλά ο τίτλος δεν παύει να είναι τίτλος. Για μένα όποιος τιμάει τα λεφτά και τη φανέλα δίνοντας όλο του το είναι αξίζει. Ας είναι κι από τη Ζανζιβάρη.
Η έννοια του θαυμασμού που τέθηκε στο τραπέζι είναι μια άλλη συζήτηση. Το να θαυμάσεις μια ομάδα για κάτι είναι δικό σου θέμα. Και ο Παναθηναϊκός στα 5 από τα 6 ευρωπαϊκά δεν έπαιξε ολόκληρες σεζόν με εντυπωσιακό μπάσκετ. Το 2011 ήταν εντυπωσιακός με τη Μπαρτσελόνα μόνο. Το 2009 με τη Σιένα και στο final 4. Τι σημαίνει όμως αυτό; Ότι δεν ήταν η κορυφαία ομάδα της Ευρώπης για μια 15ετία;
Τη στιγμή που θα μάθουμε να χάνουμε και να παραδεχόμαστε τον αντίπαλο χωρίς σκιές, θα έχουμε βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην διάρκεια!
Υ.Γ. Οι παίχτες των ομάδων είναι πάντοτε αυτοί που κρατάνε ψηλά τη σημαία. Θα σταθώ απλώς στην κουβέντα του Πρίντεζη. «Δεν μπορούμε να τους κοροϊδεύουμε πάντα», στην επιστολή του Χάκετ και στην στάση όλων των παιχτών.