Πριν από 10 χρόνια χρειάστηκε να επινοηθεί ένας όρος για να περιγράψει την πρώτη γενιά μεταπολεμικά που βίωνε οικονομικές συνθήκες χειρότερες από την προηγούμενη. Ήταν η περίφημη «γενιά των 700 ευρώ».
Συνόψιζε την παρακμή της ελληνικής οικονομίας, με την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό (και μόνο) τομέα και τα αδιέξοδα που προκαλούσε από τότε στους πτυχιούχους νέους αυτό το «πρωτόγνωρο φαινόμενο».
Ο όρος προβλήθηκε κατά κόρον από τα Μ.Μ.Ε. και πέρασε σε τέτοιο βαθμό στην καθομιλουμένη, ώστε το 2010 στήθηκε πάνω του και σενάριο σειράς που προέβαλε το MEGA.
Οι εξελίξεις ξεπέρασαν όμως το σεναριογράφο Λάμπρο Φισφή και τους λοιπούς συντελεστές, με αποτέλεσμα να γίνουν… περικοπές και στον τίτλο. Η σειρά τελικά προβλήθηκε με τον τίτλο «η γενιά των 592 ευρώ»…
Σήμερα, αυτό που ανήχθη τότε για να περιγράψει μια κατάσταση κατάντιας, αποτελεί άπιαστο στόχο μια κατακερματισμένης οικονομίας, με μεγαλύτερα θύματα αυτούς που αποκαλούνται «ανειδίκευτοι».
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται βέβαια και πάρα πολλοί πτυχιούχοι, καθώς η ανεργία και η αδυναμία επαγγελματικής αφομοίωσης σε αυτό που σπούδασαν, τους έχει αναγκάσει να αμείβονται με μεροκάματα πείνας σε ευκαιριακές δουλειές.
Κι αν για κάποιους υπάρχει η ελπίδα ότι το χαρτί που απέκτησαν με κόπο και ιδρώτα θα εξαργυρωθεί μελλοντικά με μια καλύτερη επαγγελματική θέση ή με διαβατήριο στο εξωτερικό, για τους πραγματικά ανειδίκευτους (και για αυτούς που το χαρτί –κυρίως θεωρητικών επιστημών – απαξιώθηκε στα χρόνια της κρίσης), η ελπίδα προορίζεται να πεθάνει τελευταία.
Ομολογώ ότι εξεπλάγην από την… έκπληξη που συνόδευσε τη διαπίστωση του συντάκτη του «Spiegel» για αυτό το νέο «είδος» εργαζομένων στην Ελλάδα. Τη διάδοχη δηλαδή κατάσταση της γενιάς των 700 ευρώ.
«Working Poor» το ονόμασε ο ρεπόρτερ του γερμανικού περιοδικού, κάνοντας λόγο για εργαζόμενους – φτωχούς, που ίσα-ίσα καλύπτουν τα έξοδα σίτισης τους.
«Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ», αναφέρεται χαρακτηριστικά το δημοσίευμα, κάνοντας και μια σύγκριση ανάμεσα σε Γερμανία και Ελλάδα σε ότι αφορά το κόστος ζωής. «Στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη»!
Η πραγματική κατάντια για τη χώρα μέσα από τα μνημόνια και τα εγκλήματα των ηγεσιών της δεν είναι ο καλπασμός του δείκτη ανεργίας. Είναι αυτό το νέο είδος των «εργαζόμενων – φτωχών».
Των ανθρώπων, που ενώ εργάζονται αδυνατούν να διασφαλίσουν ακόμα και τις συνθήκες διαβίωσης τους. Μια κατάσταση δηλαδή που δεν αποτελεί παρά ένα υποτυπώδες δέλεαρ ακόμα και για τον άνεργο.
Η πλήρης απαξίωση της εργασίας είναι συγκοινωνούν δοχείο με την απώλεια αξιοπρέπειας κι εν τέλει αυτοεκτίμησης εκείνου που αναγκάζεται να ενταχθεί σε αυτή τη νέα κοινωνική τάξη.
Η πολιτική ηγεσία αγωνιά να επιδείξει στοιχεία μείωσης της ανεργίας για να θριαμβολογήσει κατόπιν, επικοινωνώντας το επίτευγμα της. Στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα του σήμερα όμως, «εργαζόμενος» ορίζεται και αυτός που αμείβεται με 400 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, το 31,66% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν μέσο μισθό 394,13. Μιλάμε βέβαια για μεικτό μισθό (!) και όλοι γνωρίζουμε ποιες μπορεί να είναι για τον εργαζόμενο οι ερμηνίες της «μερικής απασχόλησης».
Τα πράγματα δεν είναι βέβαια καθόλου καλύτερα για τους… τυχερούς της ολικής απασχόλησης. Για παράδειγμα, από μια νεοπροσληφθείσα υπάλληλο, κάτω των 25, σε εμπορικό κατάστημα για εξαήμερη απασχόληση, της «ζητείται» να διαβιώσει και να σκεφτεί μελλοντικά τον εαυτό της ως μάνα με καθαρό μηνιάτικο 410 ευρώ.
Όταν θεσπίστηκε η «ρήτρα Βουλγαρίας» για τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα με το β’ Μνημόνιο, κανένας δεν πίστευε, ούτε ακόμη και οι εμπνευστές του, ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια από την επιβολή της, τα αποτελέσματα θα ήταν τόσο… εντυπωσιακά.
Στην προσπάθειά τους να δείξουν άμεσα και χειροπιαστά αντίβαρα στον τομέα της ανεργίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν μαζικά τα διάφορα προγράμματα εργασιακής ειλωτείας προκειμένου να διαγραφούν από τις λίστες ανέργων χιλιάδες συμπολίτες μας (κυρίως νέοι).
Όταν τα χρησιμοποιεί επίσημα το κράτος, είναι επόμενο να έχει εγκαταλειφθεί παντελώς στη μοίρα του ο ανειδίκευτος του ιδιωτικού τομέα. Η σχέση μισθού / κόστους ζωής για αυτόν, παραπέμπει – όσο σκληρό κι αν ακούγεται – σε αφαίρεση του δικαιώματος της ίδιας της ζωής.
Την ώρα που η ανάπτυξη είναι στο… δρόμο, η προοπτική παραμένει καταθλιπτικά αγνοούμενη για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Η αδυναμία εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας να δημιουργήσουν ένα – έστω λειψό, έστω μικροαστικό – όνειρο ζωής θα κρατά μόνιμα αλυσοδεμένη τη χώρα στα δεσμά μιας κρίσης, που υπερβαίνει τους δείκτες της οικονομίας.
Ακόμα χειρότερα μάλλον και στα δεσμά της υπογεννητικότητας.