Θεατές του Κολοσσαίου γύρω από τον ψυχορραγούντα Ζακ

Το τι έγινε με τον Ζακ Κωστόπουλο είναι κάτι που δεν είμαστε αρμόδιοι να το αναλύσουμε. Το τι έγινε γύρω του όμως είναι καιρός να το συζητήσουμε.

Ένα από τα πράγματα που με είχαν σοκάρει πολύ με τον ίδιο μου τον εαυτό όταν πρωτοξεκινούσα στην δημοσιογραφία ήταν το βράδυ που δολοφονήθηκαν οι δύο έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ήταν ένα βράδυ που είχα καταλήξει μαζί με μια άλλη κοπέλα να κρατάμε βάρδια ενός σάιτ και μόλις είχε κυκλοφορήσει το βίντεο του πυροβολισμού και της δολοφονίας τους.

Υπό την πίεση της είδησης, έτρεξα να γράψω κατευθείαν ένα κείμενο και να βάλω μέσα το βίντεο. Λίγα λεπτά αφού είχα πατήσει δημοσίευση και κοινοποίηση, αναρωτιόμουν τι ακριβώς είχα κάνει. Είχα καθόλου ενσυναίσθηση, είχα κάτσει καθόλου να σκεφτώ τι έκανα; Λίγες μέρες πριν διατεινόμουν ότι όσοι είχαν βάλει το πτώμα του Παύλου Φύσσα στο εξώφυλλο εφημερίδων ήταν ντροπή της δημοσιογραφίας. Και τώρα είχα κάνει κάτι που δεν με διαφοροποιούσε. Που με καθιστούσε αυτό που κατηγορούσα.

Από τότε εμφανίστηκαν πολλά περιστατικά που απασχόλησαν τον δημόσιο βίο στα οποία υπήρχαν πολύ περισσότεροι και λιγότερο ενοχικοί όσο εγώ Στέργιοι. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφορούσε στο σινεμά η ταινία Nightcrawler. Εκεί όπου ο Τζέικ Γκίλενχαλ έδωσε μια από τις πιο βαθιές, τις πιο ολοκληρωτικές του ερμηνείες.

Στο Nightcrawler υποδύεται έναν τύπο που λανθάνει συνείδησης ως προς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το μυαλό του είναι σκαλωμένο και το μόνο που τον νοιάζει είναι πως θα γίνει ο νούμερο ένα φωτορεπόρτερ. Πώς θα καταφέρνει να βρίσκεται πάντα πρώτος στη σκηνή της είδησης και να μεταφέρει την εικόνα. Όσο αποτρόπαια κι αν είναι. Όσο ακατάλληλη κι αν κρίνεται. Όση ασέβεια κι αν χρειαστεί να επιστρατεύσει απέναντι στους ανθρώπους.

Ο Λου Μπλουμ, ο χαρακτήρας του Γκίλενχαλ, πηγαίνει σε τόπους τροχαίων ατυχημάτων ή δυστυχημάτων, σε τόπους συμπλοκών με πυροβολισμούς, σε σημεία όπου υπάρχουν θύματα και το αίμα τους έχει ποτίσει την άσφαλτο. Γκαζώνει το βανάκι του και έχει έναν στόχο στο μυαλό του. Να βιντεοσκοπήσει τα πάντα και να τα στείλει γρήγορα στο κανάλι. Αφού τα κάνει αυτά, μετά μπορεί όποιος θέλει να βοηθήσει αυτούς που το χρειάζονται.

Από μια στιγμή και μετά το τσιπάκι στο μυαλό του έχει αφιερωθεί σε αυτό, ώστε φτάνει στο σημείο να προκαλέσει ο ίδιος ένα περιστατικό και να πιστοποιήσει με αυτό την ταχύτητά του. Το ότι είναι ο καλύτερος στο αντικείμενο. Όταν βλέπεις μια τέτοια συμπεριφορά σε έναν πολεμικό ανταποκριτή, εκεί δείχνεις ανοχή γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο ως εικόνα. Ξέρεις ότι ο καθένας εκεί δεν έχει πολλές επιλογές.

Όταν όμως το βλέπεις αυτό σε ειρηνικό έδαφος, σε μέρη που η κίνηση βοήθειας θα έπρεπε να είναι η πρώτη αυθόρμητη κίνηση, τότε αρχίζεις να κοιτάς με αμηχανία το περιβάλλον γύρω σου. Γεμίζεις με μια ανιωθίλα. Συνειδητοποιείς ότι η κοινωνία έχει υπερβεί το όριο. Ότι στέκεται με μανία στο κατώφλι της απώλειας κάθε ίχνους ανθρωπιάς.

Τα όσα συνέβησαν στο κοσμηματοπωλείο με τον Ζακ Κωστόπουλο έχουν μπόλικο σκηνικό Nightcrawler. Δεν έχω διάθεση να πάρω θέση για τον κοσμηματοπώλη ή τον άλλον που κλωτσούσε τον Ζακ, ή για τον ίδιο τον Ζακ. Όχι εδώ, όχι απ΄αυτό το μετερίζι. Το πιο πιθανό είναι να εκφέρω εντελώς άστοχες απόψεις.

Είναι όμως ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει ατομικά κι εσωτερικά τον καθένα από εμάς. Γύρω από τον Ζακ βρέθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι τις στιγμές που δεχόταν τα χτυπήματα και τελικά έχασε τη ζωή του. Κι ενώ υπάρχουν -αποδεδειγμένα από τις προβολές που έχουμε δει- τόσα βίντεο που κατέγραψαν το γεγονός, υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπήκε στη μέση για να τον προστατεύσει κάπως, ή έστω να φωνάξει μπας και ακουστεί η φωνή της λογικής. 

Η μαρτυρία του συγκεκριμένου ανθρώπου τα λέει όλα: «Ήταν τριάντα, σαράντα, πενήντα νοματαίοι, πόσοι ήτανε, απλά παρακολουθούσανε τα τεκταινόμενα. Στημένοι αμφιθεατρικά, χωρίς να υπάρξει μία φωνή, τι είναι αυτά που κάνετε, σταματήστε. Κι ας μην πάει ο άλλος να μπει μπροστά, από μακριά, κάτι, κάτι να ειπωθεί. Όταν μπήκα εγώ, ακούστηκε μία κυρία από πίσω να φωνάζει “έχει δίκιο το παιδί, σταματήστε, έλεος, τι είναι αυτά που κάνετε”. Mία γυναίκα μόνο…».

Η αυθόρμητη κίνηση που γίνεται απ΄όλους είναι να βγάλουν τα κινητά τους και να καταγράψουν το “θέαμα”. Το κοινό του Κολοσσαίου στη σύγχρονη εποχή. Παρατηρητές αδηφάγων γίναμε. Όχι μόνο εμείς εδώ στην Ελλάδα. Και στο εξωτερικό το ίδιο συμβαίνει. Πιθανότατα και με μεγαλύτερη δόση παράνοιας. Εκφυλίσαμε τόσο το κοινωνικό μας αισθητήριο, ώστε οι προτεραιότητες μας καθορίστηκαν ως εξής.

Πρώτα καταγράφουμε, μετά κάνουμε upload και μετά παίρνουμε την απόφαση να απλώσουμε το χέρι. Μόνο που είναι τόσο χρονοβόρα αυτή η διαδικασία που όταν το χέρι μας φτάνει τελικά εκεί που πρέπει, δεν υπάρχει κανείς να το χρειάζεται. Αυτός ο δείνα έχει πεθάνει, έχει πάθει τη ζημία ή έχει σηκωθεί στα πόδια του με δυσκολία μόνος του.

Δεν πιστεύω ότι ζούμε σε εποχές που μπορούμε να καταλάβουμε την αξία του πρέπει. Γι΄αυτό δεν θα πω ότι άλλη έπρεπε να είναι η αντίδραση όλων. Ίσως και γιατί δε νομίζω πως είναι κάποιος από εμάς κάτοχος του τι πρέπει ή κάποιος που υπερέχει. Λέω απλώς ότι αν η πρώτη μας κίνηση είναι να καταγράψουμε το αίμα, το θάνατο, αντί να κάνουμε την προσπάθεια για την αποτροπή τους, έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας.