Είναι «επικίνδυνο» να βγεις φόρα-παρτίδα και να ψέξεις έναν πολιτικό παραμονές εκλογών, χωρίς να δημιουργήσεις υποψίες για τα κίνητρά σου.
Είναι, επίσης, δύσκολο να καταφερθείς εναντίον ενός «εθίμου» που πηγάζει από άλλες εποχές, δίχως να σε κατατάξουν στους «εχθρούς» της παράδοσης.
Και, τέλος, είναι απίθανο να αναφερθείς στη δήλωση ότι ο σαϊτοπόλεμος είναι στο dna των Μεσσήνιων, χωρίς να διαπιστώσεις ότι τέτοιου τύπου προσεγγίσεις (την ώρα που υπάρχει ένας νεκρός), αποδεικνύουν πως αν υπάρχει κάτι στο γενετικό υλικό (όχι μόνο των Καλαματιανών, αλλά οποιουδήποτε ασπάζεται τέτοιες ιδέες) είναι η βλακεία. Και μάλιστα στη χειρότερη μορφή της, αφού είναι ξεκάθαρο πως συνοδεύεται από αθεράπευτη αφέλεια, νότες λαϊκισμού και εγκληματική αμέλεια.
Η γενεσιουργός αιτία τέτοιων συμπεριφορών, πάντως, αλλού πρέπει να αναζητηθεί. Ίσως να είναι θέμα γονιδίων, αυτό το ξέρουν καλύτερα οι ειδικοί, αν και η παρατήρηση μάλλον δικαιώνει εκείνους που υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα εστιάζεται στον τρόπο που μεγαλώνουμε. Μαθαίνοντας, δηλαδή, ότι οι πράξεις μας δεν έχουν ουσιαστικές συνέπειες, ακόμη κι αν εν δυνάμει αποτελούν αιτίες θανάτου.
Υπάρχει άνθρωπος που ακόμη κι αν δεν έχει ακούσει ποτέ στη ζωή του το νόμο της βαρύτητας, να μην ξέρει πως όταν σηκώνει ένα όπλο και πυροβολεί στον αέρα, θέτει αυτόματα σε κίνδυνο εκείνους τους συνανθρώπους του που ίσως συναντηθούν με τα σκάγια της καραμπίνας του; Όχι, βέβαια.
Ούτε φυσικά υπάρχει άνθρωπος που να μην γνωρίζει ότι οδηγώντας μεθυσμένος στρέφει σε βάρος του όλες τις πιθανότητες επιβίωσης του ίδιου, των συνεπιβατών του αλλά και όσων συναντήσει στον δρόμο του. Η λίστα είναι ατέλειωτη και γεμάτη από «απλές», «καθημερινές» δραστηριότητες για τις οποίες ισχύει το «σιγά μην συμβεί και σε μένα».
Σιγά μην καεί το δάσος επειδή κάναμε τα στραβά μάτια σε μερικές εκατοντάδες αυθαίρετα που φύτρωσαν εκεί μέσα. Σιγά μην είναι κακό να καταπατήσουμε λιγάκι από τον αιγιαλό. Σιγά μην χαλάσει ο κόσμος επειδή πατήσεις λίγο παραπάνω το γκάζι ή παραβιάσεις –σαν άνθρωπος κι εσύ- έναν σηματοδότη.
Σιγά που θα πάθει κανείς τίποτα εάν -στο όνομα μια διαστρεβλωμένης προσέγγισης του τι συνιστά παράδοση- χρησιμοποιήσουμε εκρηκτικές ύλες για να γιορτάσουμε το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, την βάφτιση, τον γάμο, το ότι το «παιδί πέρασε στη σχολή» ή ξέρω ‘γω τι άλλο μπορεί να κατεβάσει ο νους του καθενός.
Έτσι και με τους 7 «άτυχους» της υπόθεσης που συγκλόνισε αυτές τις μέρες το πανελλήνιο και αφορά στον θάνατο ενός ανθρώπου. Όλοι ήξεραν και ο καθένας από τους συμμετέχοντες θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση τους. Και αν αυτό στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να είναι απλά ένας «κίνδυνος της δουλειάς» για αυτούς, δεν ισχύει το ίδιο και για τον εικονολήπτη. Του οποίου στη θέση επίσης θα μπορούσε να βρεθεί οποιοσδήποτε…
Στο μυαλό μας όμως δυνητικοί θύτες και θύματα λόγω των πράξεών μας είναι πιθανό να είναι οποιοιδήποτε άλλοι εκτός από εμάς τους ίδιους. Και αυτή η αφελής προσέγγιση αποτελεί σταθερό οδηγό και συνοδοιπόρο μας στη ζωή.
Στην Καλαμάτα, όπου όντως το έθιμο του σαϊτοπόλεμου έχει ιστορία, όλοι είχαν κατά νου εκείνο το «σιγά μην συμβεί και σ’ εμάς» όταν άμεσα ή έμμεσα «σιγοντάριζαν» και ενίσχυαν την συγκεκριμένη πρακτική. Η απουσία κάποιου σοβαρού τραυματισμού (τουλάχιστον σε σημείο που να απασχολήσει την επικαιρότητα) έδινε όλα τα προηγούμενα χρόνια το απαραίτητο άλλοθι και την «δικαιολόγηση» που χρειαζόταν για την «παράνομη νομιμοποίησή του». Έχοντας πλέον όμως έναν νεκρό, είναι τουλάχιστον απάνθρωπο να επιμένεις στην προηγούμενη ρητορική και επιχειρηματολογία σου υπέρ των πρακτικών που ευθύνονται για τον θάνατό του.
Οι 7 που συνελήφθησαν και σήμερα περνούν τη διαδικασία του αυτοφώρου είναι… θύματα της «κακιάς στιγμής» την οποία έχουμε μάθει να φορτώνουμε με πολύ περισσότερες ευθύνες από αυτές που της αναλογούν. Την επικαλούμαστε κάθε φορά που… προκύπτει, αφού πρώτα έχουμε φροντίσει να της τα φέρουμε όλα βολικά και πρίμα. Αφού προηγουμένως έχουμε δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για να αποτελειώσει με δραματικό τρόπο αυτό που οργανώσαμε εμείς.
Η ευθύνη, όπως και η απουσία της, είναι διπλή. Δεν περιορίζεται στο επίπεδο του ατόμου, αλλά επεκτείνεται σε εκείνο του συνόλου. Που είτε ανέχεται ως κοινωνία να τίθεται κάθε μέλος της σε κίνδυνο, είτε επικροτεί, είτε -μέσω των αρχών και των μηχανισμών τους- αγνοεί επιδεικτικά κάθε έννοια προστασίας.
Οι πρώτοι που θα έπρεπε να περάσουν το κατώφλι του εισαγγελέα είναι εκείνοι που βάσει νόμων οφείλουν να οριοθετούν τους υπόλοιπους, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε κάθε κοινωνία. Η οποία -μας αρέσει, δεν μας αρέσει- δεν θεμελιώνεται στα «θέλω» του καθενός, αλλά στα «πρέπει» που οφείλει να σεβαστεί.
Έχοντας, όμως, γαλουχηθεί με την ιδέα ότι τα «θέλω» μας είναι υπεράνω όλων και με βαθιά ριζωμένη στο μυαλό μας την άποψη ότι το να αψηφάς το «πρέπει» είναι συνώνυμο της αδάμαστης και επαναστατικής φύσης μας, μετατρεπόμαστε αυτοβούλως σε δολοφόνους. Και μετά απορούμε με το πώς στο καλό –τελικά- συνέβη και σ’ εμάς το κακό…