Μια πρωτότυπη και ιδιαιτέρως πρωτοφανής δικαστική διαμάχη θα αρχίσει αυτή την εποχή στη Γαλλία. Μια διαμάχη που μοιάζει δύσκολο να κριθεί με αυστηρά νομικούς όρους διότι εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της ηθικής ευθύνης και ως εκ τούτου έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρή και ψυχρή γλώσσα των νόμων.
Το αληθινό διακύβευμα της υπόθεσης μοιάζει να συνοψίζεται στο ερώτημα: η οικονομική ανισότητα και η καταπίεση που αυτή προκαλεί, μπορεί να μετατρέψει τους οικονομικά ισχυρούς σε ηθικούς αυτουργούς όλων των δεινών που βιώνουν όσοι βρίσκονται χαμηλά στην ταξική ιεραρχία; Το ερώτημα δεν είναι καινούριο αλλά στη Γαλλία έχει ανοίξει με νέους όρους τα τελευταία δέκα χρόνια.
Ήταν 2009 όταν μαζικά κάποιοι υπάλληλοι της France Telecom αυτοκτόνησαν. Ο Ντιντιέ Λομπάρ, διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της εταιρίας κατά την περίοδο 2005-2010, δικάζεται με την κατηγορία της ηθικής παρενόχλησης για τις αυτοκτονίες εκείνες. Ήταν ο άνθρωπος που είχε οργανώσει ένα πλάνο σκληρής αναδιάρθωσης της France Telecom που φέρεται να είναι υπεύθυνο για το κύμα αυτοκτονιών στην εταιρία.
Ο αριθμός των εργαζόμενων της εταιρίας που έδωσαν τέλος στη ζωή τους εκείνα τα χρόνια είναι εντυπωσιακός για να μπορεί το συγκεκριμένο φαινόμενο να χαρακτηριστεί συμπτωματικό: 35 άνθρωποι οδηγήθηκαν στην αυτοχειρία!
Ένας 51χρονος από τη Μασσαλία άφησε πίσω του ένα σημείωμα αυτοκτονίας που μιλούσε για το «μάνατζμεντ του τρόμου» ενώ τον Σεπτέμβρη του 2009 μια 32χρονη πήδηξε από το παράθυρο της εταιρίας μπροστά στους συναδέλφους της. Όταν ο Λομπάρ κλήθηκε να σχολιάσει το φαινόμενο έκανε μια ανατριχιαστικά κυνική δήλωση περί «μόδας των αυτοκτονιών».
Οι μηνύσεις, τόσο από το σωματείο των εργαζομένων όσο και από οικογένειες των ανθρώπων που έδωσαν τέλος στη ζωή τους, ξεκίνησαν να πέφτουν σαν βροχή. Στόχος ο Ντιντιέ Λομπάρ καθώς και έξι ακόμα διευθυντικά στελέχη. Κατηγορούνται για «ηθική παρενόχληση, οργανωμένη σε επίπεδο εταιρείας από την διεύθυνσή της». Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, η συγκεκριμένη κατηγορία έχει να κάνει με «επαναλαμβανόμενες ενέργειες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας».
Διακηρυγμένος στόχος της France Telecom εκείνη την εποχή ήταν η σταδιακή αποχώρηση 22.000 εργαζομένων από τους 120.000 εξ΄ αυτών. Έτσι, δημιουργούσαν σκληρές και εντατικές συνθήκες εργασίας ώστε να φαντάζει αντικίνητρο η εργασία στη συγκεκριμένη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί άνθρωποι να πέσουν στην κατάθλιψη, να επιβαρυνθούν σε τρομακτικό βαθμό και εν τέλει, να οδηγηθούν στην αυτοκτονία. Αυτά συμβαίνουν όταν παίζεις με τις ανθρώπινες ζωές: μπορεί να χαθούν άνθρωποι.
Ο Ιβ Μεγκί, εργαζόμενος στον τομέα Πληροφορικής όταν άρχισε η αναδιάρθρωση, που μπήκε στην France Telecom το 1973, διηγείται: «Αισθανόμασταν ότι υπήρχαν στόχοι για αποχωρήσεις. Μας πίεζαν για να φύγουμε. Είχα καταλήξει έξι μήνες χωρίς να κάνω τίποτε. Ένα πρωί, χωρίς προειδοποίηση μου λένε: “Αφήνεις τις δουλειές σου και πηγαίνεις να σηκώνεις τηλέφωνα”. Ηταν σαν να με πυροβόλησαν. Έπεσα σε κατάθλιψη. Αν δεν με είχε στηρίξει η γυναίκα μου, δεν θα ήμουν εδώ».
Ο Μεγκί, που πήρε μέρος στη συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσαν οι εκπρόσωποι του συνδικάτου που έκαναν τη μήνυση, δήλωσε στα πλαίσιά της: «Ο στόχος για μένα δεν είναι οικονομικός. Περιμένω να μας πουν: ”ναι, κάναμε λάθος, σας διαλύσαμε”. Αλλά μέχρι σήμερα το αρνούνται τελείως».
Σύμφωνα με μαρτυρίες υψηλόβαθμων στελεχών της France Telecom, ο Λομπάρ είχε δηλώσει σε μια σύσκεψη εκείνης της εποχής: «Θα κάνω τις αποχωρήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από το παράθυρο ή από την πόρτα. Πρέπει να απομακρυνθούμε από την ιδέα της προστατευτικής εταιρείας». Ο Λομπάρ είναι σήμερα μαύρο πανί για το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα και ενδεχόμενη καταδίκη του θα σημάνει ένα δεδικασμένο που με τη σειρά του θα έχει άμεση ανταπόκριση στις συνθήκες των εργασιακών χώρων.
Η κυνική οπτική λέει πως αυτά συμβαίνουν μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο και όποιος δεν μπορεί να τα αποδεχθεί έχει απλά πρόβλημα προσαρμογής. Η ταξική οπτική διεκδικεί την παύση των βάρβαρων, άγραφων νόμων της αγοράς εργασίας. Το τι από τα δυο θα αποφασίσει να επικυρώσει το δικαστήριο θα αποτελέσει μεγάλη παρακαταθήκη για το μέλλον.