Το σκηνικό, ιδεατό: στο τραπέζι- παρά το γεγονός πως είστε μόλις 6 άτομα- υπάρχει φαγητό για δυο λεγεώνες πεινασμένων Οβελίξ, το αλκοόλ ρέει άφθονο με αποτέλεσμα ο κολλητός σου εδώ και ώρα να δυσκολεύεται με πάσης φύσεως λέξη που δεν έχει τη μορφή «τι;», και τα χαρτιά (η σημαδεμένη τράπουλα, δηλαδή, που έφερες από το σπίτι) έχουν ήδη ακουμπήσει την τσόχα προκειμένου να γίνει παιχνίδι.
Στην τηλεόραση, με το ρολόι να δείχνει 23:59, ο δήμαρχος αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση, με αποτέλεσμα ο ενθουσιασμός (προφανέστατα προς τιμήν του Άγιου Βασίλη) να χτυπήσει κόκκινο.
Λίγες στιγμές αργότερα ουρλιάζετε ο ένας στον άλλον «Χρόνια Πολλά! Καλή χρονιά!» για να μην κακοκαρδίσετε το δήμαρχο, φιλιέστε, αγκαλιάζεστε (για να μην κακοκαρδίσετε τον Αντρέα Μικρούτσικο) κι έπειτα επιστρέφετε στο τραπέζι προκειμένου να συνεχίσετε.
Αφού τρώτε μέχρι του σημείου που η κάθε επόμενη ανάσα να είναι μια μικρή μάχη για επιβίωση και με το κεφάλι σας να γυρίζει με το ρυθμό που ραπάρει ο Έμινεμ, αποφασίζετε να παίξετε λίγη 21 προκειμένου να χτυπήσετε την οικονομική κρίση εκεί που την πονάει (στην απώλεια κι άλλων χρημάτων, δηλαδή) και μετά έρχεται η μεγάλη ώρα. Η αποκορύφωση της βραδιάς.
«Πάω να φέρω τη βασιλόπιτα!», τσιρίζει ενθουσιωδώς η οικοδέσποινα Βανδή (σσσς, το ακούτε; Είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του στοιχειώδους χιούμορ) και- πράγμα απίστευτο- ο ενθουσιασμός κάνει νέο ατομικό ρεκόρ.
Σχηματίζετε ενστικτωδώς έναν κύκλο γύρω από το γαστριμαργικό highlight της βραδιάς και τότε αρχίζει η μάχη: «Ένα για τον Χριστό, έναν για την Παναγία, ένα για τον Θεό, ένα για τον Άγιο Σπυρίδωνα τον βασιλοπιτά, ένα για την εκκλησία…», αρχίζει να λέει αυτή που ανέλαβε να κόψει την βασιλόπιτα, έχοντας, προφανώς, στο μυαλό της πως το κέικ έχει το μέγεθος της Νεμπράσκα κι όχι μετά βίας 20 εκατοστά.
Παρεμβαίνεις και της λες πως θα κόψετε ένα για τη Χριστοπαναγία μαζί, ειδάλλως θα της ρίξεις καμία και τότε επιλέγετε και οι υπόλοιποι τα κομμάτια σας και μετά το «σταύρωμα» παίρνετε όλοι από ένα.
Αυτό είναι: η αγωνία χτυπάει κόκκινο, αισθάνεστε όλοι σας σα να έχετε απαντήσει σωστά στις 14 πρώτες ερωτήσεις του Εκατομμυριούχου και να ετοιμάζεστε για την 15η και τα 50 εκατομμύρια δραχμές και τότε…
Και τότε, όσο ψάχνετε σαν ανθρώπινοι τυφλοπόντικες τα κομμάτια σας, παρά το γεγονός πως έχετε «αφιερώσει» ένα κομμάτι στα θεία, κάνουν την εμφάνισή του τα διαόλια τα οποία, μάλιστα, αρχίζουν να μπαίνουν στον καθένα σας ξεχωριστά.
«Ρε σεις, βρήκε κανείς…»
«Όχι, ούτε εγώ…»
«Μήπως είδατε πουθενά…»
«Ελένη εσύ;»
«Μπα…»
«Φλουρί, δεν έχει;»
Αίφνης, το αίμα σας παγώνει με τη διαπίστωση: αυτή η βασιλόπιτα δεν έχει φλουρί. Δεν τίθεται καμιά αμφιβολία επ’ αυτού, καθώς όλα τα κομμάτια μετά το «αέναο» ψαχούλεμα έχουν αυτή τη μορφή- αν υπήρχε κάπου νόμισμα, ακόμα και ο Όμηρος θα το έβλεπε:
Βουβαμάρα. Θυμάσαι πως το ίδιο είχε συμβεί και πρόπερσι, τότε που γι’ ακόμα μία χρονιά απ’ όλο το ζωικό βασίλειο είχατε επιλέξει- παρά τη θέλησή σας- να μείνετε με το πουλί στο χέρι.
Τα «Έλα ρε φίλε!» δίνουν και παίρνουν, κάποιος το δραματοποιεί και λέει- καίγοντας παράλληλα αλκοολούχο καύσιμο- πως η ζωή του πλέον δεν έχει κανένα νόημα και ο Ηλίας, πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ κι απ’ τον Ανδρέα, τονίζει πως «Επί ΠΑΣΟΚ οι βασιλόπιτες δεν είχαν καθόλου ζύμη- μόνο φλουριά».
Ξαφνικά αισθάνεστε σα να έχετε μπει στη μικρή περιοχή, ο αντίπαλος αμυντικός να σας έκανε κεφαλοκλείδωμα και μετά να σας «γκρέμισε» στο χορτάρι, όμως ο διαιτητής ν’ αρνήθηκε να σας δώσει πέναλτι λέγοντας, ο προκλητικός, «παίζετε».
«Και τώρα τι θ’ απογίνουμε χωρίς το βάρβαρο φλουρί;», αναρωτιέται η Νατάσα, η οποία λατρεύει ισόποσα τον Καβάφη και τη βαφή μαλλιών. «Όσο να πεις, ήτο κι αυτό μια κάποια λύσις».
Τότε ο Γιώργος- γνωστός για την ευστροφία του (κάποτε, όταν ήταν μικρός, είχε καταφέρει να λύσει τον κύβο του Ρούμπικ σε 8 χρόνια και 2 ημέρες)- βρίσκει μια κάποια (άλλη) λύση: με γρήγορες κινήσεις που θα ζήλευε ακόμα και βραδυκίνητος μεθυσμένος ελέφαντας, βγάζει ένα δίευρω από την τσέπη του, το χώνει αστραπιαία στο κομμάτι του και φωνάζει «Το βρήκα, το βρήκα! Σε μένα ήτανε!»
Τον κοιτάτε με βλέμμα «Τι είπατε;» α λα Ζωή Κωνσταντοπούλου και μετά του εξηγείτε πως την τελευταία φορά που έβαλε φούρναρης δίευρω σε βασιλόπιτα ήταν… ποτέ.
Το παίρνετε, μοιρολατρικά, απόφαση: θα πρέπει να ζήσετε ξέροντας πως δεν υπάρχει φλουρί και έχοντας συνειδητοποιήσει πως στον Γιώργο αρέσει να κλέβει, οπότε καλά θα κάνετε να τον προσέχετε στα χαρτιά.
Οι ώρες περνάνε, το φαγοπότι συνεχίζεται, η τσόχα παίρνει φωτιά (κυριολεκτικά: κάποιος άφησε το τσιγάρο του αναμμένο πάνω της, αναγκάζοντας τον Ιωάννου να φωνάζει στο πράσινο ύφασμα “You were on fire, my man”).
Ξημερώνει, με τις σακούλες στα μάτια σας θυμίζουν έντονα σε μέγεθος αυτές των σκουπιδιών. Φοράτε τα παλτό σας, λέτε βραχνιασμένα «αντίο» εν μέσω (νέων) φιλιών.
Λίγο πριν βγείτε έξω και χωριστείτε, κάποιος το λέει και πάλι: «Έι, καλή χρονιά».
Σκέφτεσαι μια τελευταία φορά το φλουρί που κανείς δεν κέρδισε. Δε βαριέσαι, είναι 1 Γενάρη- ποιο φλουρί τώρα;
«Καλή χρονιά, φιλαράκι!», αντεύχεσαι κι έπειτα αρχίζεις να περπατάς, με την αυγή της πρώτης ημέρας του χρόνου να σου κρατά συντροφιά.
Καινούριος χρόνος, καινούριες ελπίδες. Ας είναι και φρούδες.
Καλώς όρισες, 2023.
Είθε να είναι γλυκές οι μέρες σου κι ευχάριστες οι νύχτες σου.