Ο κόσμος κάνει κύκλους και τα συμβάντα επαναλαμβάνονται με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Όχι, δεν είναι μια ξεπατικωσούρα ενός κλισέ. Είναι μια πραγματικότητα γι΄αυτό που πρόκειται να διαβάσεις παρακάτω.
Πρώτα όμως θα αναφερθεί το prequel. Ήταν το 2017 όταν έσκασε ένα μέγα σκάνδαλο με το Facebook και την Cambridge Analytica. Ήταν ένα σκάνδαλο που ήρθε να κάνει πιο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη για αλλαγή πολιτικής από το Facebook. Τα πρώτα σημάδια είχαν έρθει από τις αναρτήσεις που έκαναν οι τζιχαντιστές του ISIS λίγο πριν τις βομβιστικές τους επιθέσεις και η παροχή ελεύθερου χώρου για διάδοση λόγου μίσους από Facebook, Google και Youtube.
Η εκλογή Τραμπ και η αποκάλυψη διασποράς ψευδών ειδήσεων στο Facebook κατά της Κλίντον ή κατά του Τραμπ στη λογική της αντίστροφης ψυχολογίας, αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη νέα εποχή. Μια εποχή που έχει ξεκινήσει, απλώς εμείς δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε στο εύρος της, δε μπορούμε να της προσάψουμε απτότητα.
Μετά απ΄αυτή την υπόθεση που μόνο στο φαίνεσθαι άλλαξε πράγματα, ούτε καν τις συνειδήσεις και το modus operandi των χρηστών του Facebook δεν επηρέασε, έρχεται το σήμερα. Και στο σήμερα έχουμε την αποκάλυψη ότι η Monsanto πλήρωνε δημοσιογράφους για να γράφουν διαδικτυακά κείμενα στα οποία στηλίτευαν συναδέλφους, οι οποίοι παρουσίαζαν στοιχεία αρνητικά ως προς την εταιρεία.
Κι αφού αυτά τα άρθρα γράφονταν, στη συνέχεια η Monsanto ακολουθούσε τη συνήθη τακτική όλων των μέσων. Πλήρωσε, έμμεσα ή άμεσα δεν έχει σημασία, τη Google, ώστε τα κείμενα που εγκαλούσαν και κατέστρεφαν την αξιοπρέπεια των δημοσιογράφων να βρίσκονται ψηλά στις μηχανές αναζήτησης. Κάπως έτσι, η δημοσιογράφος του Reuters Κάρι Γκίλαμ βρέθηκε στο στόχαστρο.
Η Γκίλαμ έκανε για τρία χρόνια έρευνα για τις καρκινικές επιδράσεις των φυτοφαρμάκων της Monsanto και το 2017 θα δημοσίευε την έρευνα της σε βιβλίο με τίτλο “Whitewash: The Story of a Weed Killer, Cancer, and the Corruption of Science“. Επί της ουσίας είχε το lead από τις τόσες δικαστικές υποθέσεις απλών πολιτών με την εταιρεία που συνήθως κατέληγαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με χρηματισμό των εναγόντων. (Δες περισσότερα εδώ)
Εκτός από τη Monsanto, η Γκίλαμ έθετε σε πόστο αναξιοπιστίας και μια σειρά από επιστήμονες που χρηματίζονται από την εταιρεία και προωθούν τα προϊόντα της. Η ζημιά θα ήταν μεγάλη και σε πολλές πλευρές.
Στη Monsanto είχαν ενημερωθεί πλήρως για τα ευρήματα της Γκίλαμ και γι΄αυτό δεν πανικοβλήθηκαν. Αντιθέτως, έστησαν έναν ολόκληρο μηχανισμό μέσω της ιστοσελίδας Genetic Literacy Project, η οποία διακηρύσσει ότι στόχο έχει να ενημερώνει το κοινό, τους πολιτικούς και τα μίντια για την κατανόηση της επιστήμης και τα κρυφά συμπεράσματα πίσω από την ανθρώπινη και αγροτική γενετική και βιοτεχνολογία.
Η συγκεκριμένη ιστοσελίδα έγραψε μια σειρά από άρθρα θίγοντας την αξιοπιστία της Γκίλαμ. Για περίπου ένα χρόνο είχαμε σταθερά ένα άρθρο κάθε 2-3 μέρες. Παράλληλα, στήθηκαν μια σειρά από ψευδή προφίλ στα social media που αναρτούσαν τα εν λόγω άρθρα. Γράφτηκε επίσης ένα σενάριο με 20 επιχειρήματα και μοιράστηκε σε ανθρώπους που θα χρησιμοποιούνταν στον δημόσιο λόγο, είτε ως ομιλητές σε τηλεοπτικά πάνελ είτε ως πολίτες στις κάμερες.
Όταν ετοιμάστηκε όλο αυτό το υλικό, η Monsanto έκανε τις διαφημίσεις στη Google κι έτσι κάθε φορά που κάποιος γκούγκλαρε το όνομα Κάρι Γκίλαμ, πετάγονταν πάνω πάνω τα άρθρα του Genetic Literacy Project. Μάλιστα, η Monsanto προσέλαβε μια σειρά από SEO Experts, ειδικούς δηλαδή γύρω από τα στοιχεία που απαιτούν οι μηχανές αναζήτησης για να εμφανίζεται ψηλότερα ένα άρθρο ή μια σελίδα.
Το βιβλίο της Γκίλαμ κυκλοφόρησε, αλλά ούτε τότε σταμάτησε ο μηχανισμός. Πάλι δημιουργήθηκαν λογαριασμοί στην Amazon όπου πωλείτο online και υπήρχαν άπειρες κακές κριτικές. Πώς το κατάλαβε η Γκίλαμ ότι ήταν fake; Χρησιμοποιούσαν ακριβώς τα επιχειρήματα που είχε δώσει στα non paper της η Monsanto.
Θα περίμενε κανείς κάτι πιο άμεσο και λιγότερο κοστοβόρο για μια τέτοια εταιρεία απέναντι σε μια απλή δημοσιογράφο. Ακόμα και η Γκίλαμ είχε ξαφνιαστεί με όλο αυτό κατά δήλωση της. Μη νομίζετε πως η Monsanto δεν χρησιμοποίησε και την αμεσότητα. Υπήρξαν πάμπολλες προσεγγίσεις προς τη διεύθυνση του Reuters ώστε να απολυθεί ή έστω να μετακινηθεί σε άλλο αντικείμενο δουλειάς η Γκίλαμ. Υπήρξαν και μερικές πιο άμεσες…απειλές προς την Γκίλαμ.
Όπως αναφέρει η μεγάλη έρευνα της Guardian, η Γκίλαμ δεν ήταν η μόνη που έμπλεξε με τη Monsanto. Ο καλλιτέχνης Νιλ Γιανγκ που μιλούσε δημόσια κατά του βασικού της προϊόντος, της γλυφοσάτης, κι είχε κυκλοφορήσει το 2015 τον δίσκο Monsanto Years, είδε έναν υποδόριο πόλεμο στα social media του ώστε να μην έχει χώρο έκφρασης.
Ένας ΜΚΟ ονόματι US Right To Know που αναρτούσε επίσης στοιχεία για την επίδραση της γλυφοσάτης, αποτελούσε αντικείμενο εργασίας για τμήμα της Monsanto με καθημερινό monitoring. Και στους δύο τέθηκε ζήτημα μήνυσης από την εταιρεία.
Με λίγα λόγια, είχε στηθεί ένα intelligence center με καθημερινή παρακολούθηση όλης της online δραστηριότητας όσων επιχειρούσαν να βγάλουν στη φόρα τα άπλυτα της εταιρείας. Σενάριο ταινίας δε θα μπορούσε να το στήσει καλύτερα από την ίδια την πραγματικότητα.
Το σενάριο γίνεται ακόμα πιο sci-fi, αν σκεφτεί κανείς πως τα συγκεκριμένα άρθρα και οτιδήποτε είχε μπει στη μηχανή υπεράσπισης της, η Monsanto φρόντιζε να εμφανίζονται πολύ συχνά ως διαφημίσεις σε ανθρώπους που θα βρίσκονταν στο σώμα ενόρκων στις δίκες όπου η εταιρεία ήταν η εναγόμενη.
Μέχρι εδώ δεν έχει εξεταστεί το πιο βασικό ζήτημα. Γιατί το να προσπαθεί μια εταιρεία να καλύψει τα νώτα της και τη δημόσια εικόνα της είναι λογικό. Το να προσπαθεί η Monsanto να κρύψει το σκοτάδι της, επίσης αναμενόμενο.
Αυτό που δημιουργεί διαφορετικές σκέψεις στον καθένα είναι η θέση της Google. Πολλοί έκαναν λόγο για χρηματισμό κάτω από το τραπέζι, αλλά αυτό δεν ισχύει. Ισχύει όμως πως η Google συνέβαλλε, έστω και παθητικά, στο να καταστραφεί η προσωπικότητα της Γκίλαμ, έστω κι αν ο περισσότερος κόσμος δεν μάσησε. Αποτέλεσε το κανάλι έκφρασης της Monsanto η Google.
Μπορεί η Monsanto να παλεύει για να διατηρήσει την δημόσια εικόνα της, αλλά η Google υπέστη ένα μεγάλο χτύπημα στη δική της δημόσια εικόνα και δεν δείχνει να νοιάζεται ιδιαίτερα. Και δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί μιλάμε για ένα μονοπώλιο. Η μοναδική ουσιαστικά μηχανή αναζήτησης.
Είναι όμως ένα ζήτημα σύγκρουσης της ηθικής με το νόμιμο που τίθεται στον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Η Google δεν πήρε παράνομα λεφτά. Συμμετείχε όμως σε μια σκευωρία, σε μια συνωμοσία ενός οικονομικού κολοσσού απέναντι σε ένα μόνο άτομο, σε μια ρεπόρτερ.
Κι αυτό μας σκιαγραφεί το σκηνικό στο οποίο ζούμε και θα ζήσουμε σε πολύ χειρότερο βαθμό. Μιας χειραγώγησης της πληροφορίας. Όχι μέσω της διαφορετικής ανάγνωσης. Αλλά μέσω της ποίησης ενός ψεύτικου σύμπαντος. Ενός σύμπαντος από το οποίο θα αντλείται κάθε φορά, ανάλογα την περίσταση, το ψευδές επιχείρημα.
Κάτι τέτοιο είναι πολύ τρομακτικό ως συνειδητοποίηση, έστω κι αν δε σοκάρει πλέον ιδιαίτερα. Η αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Θα υπάρχουν η Google, το Facebook, το Twitter και ό,τι άλλο. Και μέσα εκεί η αλήθεια (θα) διαθλάται αλλοιωμένη σε βαθμό ασχήμιας.
Το μέλλον, αν δεν είναι ήδη, φαντάζει ζοφερότατο!