Μια από τις πόλεις που έχει συνδέσει το όνομά της όσο ελάχιστες με τη ναζιστική θηριωδία του Ολοκαυτώματος δεν είναι άλλη από το Άουσβιτς.
Κι όμως: κατά την περίοδο λειτουργίας των ναζιστικών στρατοπέδων, οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι της πόλης συμπεριφερόντουσαν σαν να μην τρέχει τίποτα στην πόλη τους, σαν να μην λάμβανε χώρα εκεί μια εξελισσόμενη βαρβαρότητα.
Για τους κατοίκους του Άουσβιτς, οι καπνοί που έβγαιναν από τα φουγάρα του στρατοπέδου είχαν να κάνουν με το ψήσιμο ψωμιού και όχι με το ψήσιμο ανθρώπων. Δεν είναι ακριβώς πως δεν γνώριζαν τι έπαιζε στην πόλη τους. Ήταν κατά βάση πως δεν ήθελαν να αναμετρηθούν με την ευθύνη να κάνουν κάτι για να αντιδράσουν, προτιμούσαν τη βολική σιωπή.
Κάθε φορά που μια μικρή κοινωνία επιλέγει τη σιωπή μπροστά σε μια αποτρόπαια πράξη που καθορίζει την καθημερινότητά της, οι αναλογίες με το Άουσβιτς γίνονται αυτόματα. Οι μικρές κοινωνίες έχουν την τάση να αποτελούνται από ανθρώπους που τους τρομοκρατούν τα ανοίγματα προς τα έξω. Που να μιλάς τώρα; Που να αντιδράς; Και να βρεις τον μπελά σου; Να διαρρηχθεί η ήσυχη ρουτίνα σου; Άραξε. Κοίτα τη δουλειά σου.
Η είδηση που προέκυψε από την Ανατολική Μάνη Λακωνίας και που ήθελε έναν τοπικό ιερέα να να βιάζει συστηματικά μια 12χρονη, προκάλεσε αναπόφευκτα μαζικές τάσεις εμετού. Το κοριτσάκι βιαζόταν από τον ιερέα από τα 9 της χρόνια και μέχρι το αποτρόπαιο γεγονός να αποκαλυφθεί, η παραμικρή αντίδραση δεν είχε υπάρξει στη μικρή πόλη. Διότι ναι, άπαντες γνώριζαν όπως παραδέχονται όλοι από την ημέρα που δημοσιοποιήθηκε το γεγονός.
Στους «άπαντες» συμπεριλαμβάνεται και η ίδια η μητέρα του παιδιού, που παρά το γεγονός ότι η κόρη της είχε αποκαλύψει αυτό που γινόταν, η ίδια είχε επιλέξει να την αγνοήσει. Χωρίς να το ψάξει καν, χωρίς να αναρωτηθεί γιατί η κόρη της έλεγε κάτι τόσο άρρωστο. Απλά δεν ήθελε να σκαλίζει μια κατάσταση που θα δημιουργούσε ντόρο στο χωριό.
Είναι αμφίβολο αν είναι πιο σιχαμένο το ίδιο το γεγονός ή αυτή η ανατριχιαστική συλλογική σιωπή της πόλης που ουσιαστικά το κάλυπτε: μετά από μπόλικη σκέψη, οι περισσότεροι μάλλον θα αποφάσιζαν για το δεύτερο. Διότι, όταν η αρρώστια ξεφεύγει από τα μεμονωμένα ατομικά επίπεδα και γίνεται οικειοποιήσιμη και νομιμοποιημένη από μια ολόκληρη κοινωνία, τότε αυτόματα χάνει την ιδιαιτερότητά της, γίνεται τμήμα της καθημερινής ρουτίνας, φυσικοποιείται και αναπόφευκτα γίνεται καθεστώς. Και ως εκ τούτο γίνεται ακόμα πιο τρομακτική, ακόμα πιο απειλητική.
Δεν έχει καμία σημασία μπροστά στο πόσο βόθρο θυμίζει όλη αυτή η κατάσταση, αλλά ποιος ξέρει; Ίσως αν ο βιαστής δεν ήταν ο παπάς του χωριού, ένα πρόσωπο αξιοσέβαστο με το οποίο θέλουν να τα έχουν όλοι καλά ακόμα στην ελληνική επαρχία, τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως το κάθαρμα που βίαζε το κοριτσάκι να είχε καταγγελθεί νωρίτερα αν ήταν ένας «απλός» κάτοικος της πόλης. Μάλλον βέβαια, αυτή ακριβώς η διάκριση, αυτή η προστασία που είχε ο παπάς του χωριού να βγάζει ακόμα μεγαλύτερη σιχασιά απέναντι στην όλη κατάσταση.
Είναι από τις ιστορίες που αναγκάζουν ακόμα και τον πιο αισιοδόξο άνθρωπο αναφορικά με την ανθρωπότητα να χάσει την πίστη του σε αυτή. Είναι πραγματικά να απορείς πως γίνεται όλος ο απόπατος της κοινωνίας να συσσωρεύεται μέσα σε μια πόλη…