«Αυτές οι διαμαρτυρίες αποτελούν συνέπεια της τρομακτικής ανισότητας που υπάρχει. Η χώρα ελέγχεται από λίγες οικογένειες: το 1% του πληθυσμού κατέχει το 26,5% του συνολικού πλούτου, το πλουσιότερο 10% κατέχει το 60%. Το υπόλοιπο πρέπει να το μοιραστούν τα μέλη της μεσαίας τάξης – το 83% των πολιτών δηλαδή- και οι φτωχοί.
Οι άνθρωποι ζουν με χρέη. Όλες οι υπηρεσίες ιδιωτικοποιήθηκαν: Tο νερό, το ηλεκτρικό, η υγεία, τα φάρμακα, οι συγκοινωνίες. Πούλησαν τα πάντα σε ιδιώτες, ακόμα και τα δάση του νότου. Το κόστος διαβίωσης είναι υψηλότατο και οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί, και αυτό είχε ως συνέπεια το ξέσπασμα της οργής και της βίας».
Αν δεν επρόκειτο για απόσπασμα από πρόσφατη συνέντευξη της Ιζαμπέλ Αλιέντε, ανιψιάς του Σαλβαδόρ Αλιέντε, δύσκολα θα μάντευε κανείς ότι μιλά για την Χιλή. Η κατάσταση που περιγράφεται στις παραπάνω γραμμές είναι αυτή που ισχύει (μέσες-άκρες) σε πολλές από τις περιοχές που συνθέτουν τον υπό ανάπτυξη αλλά και τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Αποτελεί ιστορική αλήθεια πως η Λατινική Αμερική υπήρξε ο δοκιμαστικός σωλήνας των πολιτικών που σήμερα προβάλλονται ως πανάκεια και μονόδρομος για την ανάπτυξη. Φιλικές «δημοκρατικά εκλεγμένες» κυβερνήσεις και υπάκουοι στρατηγοί, με αντάλλαγμα λίγη εξουσία, αποδείχτηκαν οι καλύτεροι συνεργάτες που θα μπορούσαν να έχουν οι Δυτικοί, προκειμένου να εφαρμόσουν στην πράξη τις ιδέες τους. Να τις βγάλουν από τις σελίδες των βιβλίων και από το φάσμα της θεωρίας και να τις μετατρέψουν σε μια πραγματικότητα η οποία σε μεγάλο βαθμό ισχύει και σήμερα.
Η περίφημη «ανάπτυξη», λοιπόν, που από την δεκαετία του ΄80 και μετά βιώνει ο πλανήτης (με μερικές αναταράξεις πού και πού) ήρθε γεμάτη υποσχέσεις για τους φτωχούς και την μεσαία τάξη. Μια νέα οικονομική θρησκεία που προσηλύτισε «πιστούς» τάζοντας περισσότερα «εδώ και τώρα», σε εκείνους που δεν θα αντιστέκονταν και θα έδειχναν διάθεση προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Ό,τι ζούμε, αυτές οι μοντέρνες κοινωνίες μας, με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις ευέλικτες μορφές εργασίας, το μικρότερο κράτος κλπ, είναι το αποτέλεσμα της κυριαρχίας μιας ιδεολογίας που αρχικά επιβλήθηκε, αλλά στη συνέχεια υιοθετήθηκε και αγκαλιάστηκε από τις πλειοψηφίες των λαών, που ονειρεύτηκαν πως ένα κομμάτι της μεγεθυμένης πίτας θα έφτανε μέχρι τις δικές τους τσέπες, τα δικά τους πεινασμένα στομάχια.
Η ευημερία των αριθμών αποδείχθηκε δυσανάλογα μεγαλύτερη εκείνης των ανθρώπων. Όπως χαώδης, επίσης, υπήρξε αυτά τα τελευταία 40 χρόνια η «ψαλίδα» που χωρίζει μισθολογικά τον CEO μιας επιχείρησης σε σχέση με τον απλό υπάλληλό της. Μια δυσαρμονία που βαίνει διαρκώς διογκούμενη, γνωρίζει κάποια μικρή ανάσχεση μετά από κρίσεις, αλλά βρίσκει ξανά τον δρόμο της και κάνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να μεγαλώνει αμέσως μόλις ξεθυμαίνει ο θυμός των κοινωνιών για τις ανισότητες του «συστήματος» που οι ίδιες στήριξαν. Και συνεχίζουν να στηρίζουν…
Η ιστορία είναι γεμάτη από λαούς που αντέδρασαν βίαια απέναντι στην αδικία που βίωναν. Από ανθρώπους που παρακίνησαν τους γύρω τους, ζητώντας τους απλά να ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν καθαρά τι συνέβαινε. Προκαλώντας τους να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τα αφεντικά τους. Εξηγώντας τους τον αφύσικο χαρακτήρα αυτής της κατάστασης, στην οποία αν δεν μπει ένα τέλος ελάχιστοι θα έχουν πραγματικά να φτάσουν εκεί που τους υπόσχονται οι σύγχρονοι «φεουδάρχες» του μοντέρνου τύπου οικονομικού «μεσαίωνα» του 21ου αιώνα.
Στην Χιλή σήμερα συντελείται μια επιστροφή στο αιματοβαμμένο παρελθόν της χώρας και παράλληλα δίνει το στίγμα του μέλλοντος για τον υπόλοιπο κόσμο. Έναν κόσμο που εφόσον δεν αντιδράσει, όσο του επιτρέπεται πια, οφείλει να συμβιβαστεί και να συνηθίσει τέτοιες εικόνες. Το μέλλον, στην πραγματικότητα, είναι ήδη εδώ. Και, δυστυχώς, δεν μας «χωράει» όλους…