Η μέρα που άλλαξε τη γενιά μου

Δεν ήταν απλά μία δολοφονία. Ήταν η βίαιη μετάβαση στον κόσμο των μεγάλων.

Ήμασταν μαζεμένοι σε ένα σπίτι και λέγαμε να κατεβούμε κέντρο. Ήταν η γιορτή μου, πίναμε, χορεύαμε, τελικά δεν κατεβήκαμε κέντρο. Το επόμενο πρωί μόνο μούδιασμα. Το μέγκα να προσθέτει ήχο στο μοντάζ, ο Κούγιας ΦΥΣΙΚΑ να αναλαμβάνει τον δολοφόνο και ο περίγυρός μου να κινείται στη λογική του νοικοκυραίου “ντάξει ποιος ξέρει τι θα του είπε το κωλόπαιδο”.

Αυτές οι μέρες ήταν εκείνες που άρχισαν να με διαμορφώνουν πολιτικά. Εμένα όπως και πολλούς ακόμα. Ήμουν 2-3 χρόνια μεγαλύτερος από τον Γρηγορόπουλο, ό,τι είχα αρχίσει να πηγαίνω για καφέ στα εξάρχεια. Μία ολόκληρη γενιά βγήκε στους δρόμους γιατί είχε τόσα πολλά κοινά με αυτό το παιδί, που δεν μπορούσε να μην βγει.

Ήταν η μέρα που μας πολιτικοποίησε. Ήταν η μέρα που μας πήρε από τον κόσμο των παρτάκηδων εφήβων που ξύνουν τα παπάρια τους και μας έχωσε βίαια στον κόσμο των μεγάλων, εκείνων που έχουν προβλήματα και αναγκάζονται να βρουν λύσεις.

Η βία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό εκείνων των ημερών. Βία ψυχολογική στο άκουσμα της είδησης της δολοφονίας ενός 15χρονου, βία σωματική για πολλές μέρες σε κάθε διαδήλωση (έχω ακόμα σημάδι στο πόδι από δακρυγόνο που μου έσκασε στο πόδι), και μια ακαθόριστη βία να πλανάται πάνω από την Αθήνα για αρκετό καιρό μετά από εκείνες τις άγριες μέρες.

Θυμάμαι να κάνω κοπάνες από την τότε δουλειά στο σούπερ μάρκετ για να πηγαίνω και να παίρνω την τότε κοπέλα μου από το Σύνταγμα που δούλευε, μην και βρίσει κανέναν μπάτσο, γιατί δεν ήταν και πολύ ψύχραιμη.

Θυμάμαι το αφεντικό της και ενώ όλα τα καταστήματα ήταν ή κλειστά ή διαλυμένα στην Ερμού, να κατεβάζει τα σιδερένια ρολά και να κλειδώνει τους υπαλλήλους του μέσα για το 8ωρο κι εκείνη να με παίρνει τηλέφωνο κλαίγοντας γιατί άκουγε μολότοφ και δακρυγόνα απ’έξω και δεν ήξερε τι γινόταν γιατί δούλευαν στο υπόγειο. Το ίδιο αφεντικό που τους έβαζε να μαζεύουν απ’έξω τις στάχτες για να γεμίσουν τα απούλητα ρούχα και να τα δείξουν στην ασφαλιστική ότι κάηκαν να πάρουν τα φράγκα.

Θυμάμαι μία μία όλες τις μέρες εκείνου του μήνα. Θυμάμαι τη μάνα μου να φρικάρει αν λείπω πολλές ώρες από το σπίτι, θυμάμαι ακόμα το μαλόξ στα μάτια, θυμάμαι την οργή στα μάτια όλων, θυμάμαι τη χαρά μου να βλέπω την οργή να κατακλύζει το σύμπαν γύρω μου. Ναι ρε διάολε, επιτέλους νεύρα, επιτέλους κάποιοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι δεν λειτουργεί πολύ καλά αυτό που ζούμε.

Θυμάμαι να τσακώνομαι με όλους για κάθε πιθανό λόγο. Θυμάμαι να μην μπορώ να μαζέψω τα νεύρα μου, θυμάμαι να μη θέλω να μαζέψω τα νεύρα μου.

Αυτό μας έδωσαν εκείνες οι μέρες. Οργή. Την οργή που δικαιούμασταν να έχουμε. Και καλώς μας την έδωσαν. Σε μια ελλάδα φτιαγμένη τότε από επίχρυσα σκατά, ο θάνατος του Γρηγορόπουλου έβγαλε στην επιφάνεια την καταπιεσμένη οργή έφηβων και νέων που “δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα” και που “δεν τους λείπει τίποτα, τι γκρινιάζουν”.

Γιατί είμαστε όλοι εμείς που θα μπορούσαμε να είμαστε ο Γρηγορόπουλος και είναι όλοι εκείνοι που θα μπορούσαν να είναι ο Κορκονέας.

Και για κλείσιμο, ένα τετράστιχο από τις Ρόδες, για όλους αυτούς τους αηδιαστικούς τύπους που σήμερα είναι υπουργοί και τότε στάθηκαν στο ότι ο Αλέξανδρος ήταν μαθητής ιδιωτικού σχολείου και από εύπορη οικογένεια:

Απ’ τις κατώτερες τάξεις

φιλοσόφων παρατάξεις

κι απ’ τις προνομιούχες

κοινωνικές αναταράξεις