Ο Τάσος εργάζεται στην Αγγλία. Ευτυχώς, πρόλαβε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια εκεί, οπότε το Brexit δεν τον αγγίζει. Θα του ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιστρέψει τώρα –μετά από τόσα χρόνια- στην Ελλάδα. Λείπει ήδη μια 15ετία, έχοντας εγκαταλείψει τη χώρα καθώς (ως νεαρός τότε επιχειρηματίας) δεν άντεξε στον πόλεμο με την ελληνική γραφειοκρατία η οποία στεκόταν εμπόδιο σε κάθε δική του προσπάθεια ίδρυσης εταιρείας που ασχολείται με πληροφοριακά συστήματα. Πήρε τα πτυχία του, τις υποτροφίες του και τα μεταπτυχιακά του και τώρα ζει μια έντονη, απαιτητική, αλλά κατά τα άλλα κανονική ζωή, λίγο έξω από το Λονδίνο. Ακόμη διηγείται την έκπληξη του ενός και μοναδικού υπαλλήλου της αρμόδιας… ΔΟΥ της περιοχής του εκείνη την πρώτη (και τελευταία) φορά που την επισκέφθηκε για να κάνει «έναρξη επιτηδεύματος» ή όπως λέγεται στα αγγλικά αυτό το πράγμα. «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Υπολογιστή δεν έχετε σπίτι;» ήταν η αφοπλιστική ερώτησή του, που τον έκανε να νιώσει λιγάκι… υπανάπτυκτος.
Ο Αλκιβιάδης, πάλι, ήταν από τους άτυχους του εξεταστικού συστήματος. Έδωσε μια φορά Πανελλαδικές, δεν πέρασε στη σχολή που επιθυμούσε. «Κάτι με κομπιούτερς και οικονομικά ήθελε», όπως μουρμούραγε η μάνα του. Χωρίς δεύτερες σκέψεις –και αφού χρήματα υπήρχαν- σπούδασε αυτό που γούσταρε στο εξωτερικό. Γνώρισε και μια Ισπανίδα και για τα μάτια της έγινε ερωτικός μετανάστης. Την ακολούθησε στην πατρίδα της και έχει να λέει ακόμη και τώρα πόσο τυχερός νιώθει που πέρασε την μεγάλη οικονομική κρίση (γιατί είχαν τέτοια, σαν την δική μας και οι Ίβηρες) σε μια χώρα που συνέχισε να λειτουργεί και να δίνει ευκαιρίες, παρά τα τεράστια προβλήματα και την κοινωνική αναταραχή που ακολούθησε. Το κράτος παρέμεινε στα πόδια του, το ίδιο και οι πολίτες του.
Ο Γιάννης, πάλι, έχοντας τελειώσει ένα μη δημοφιλές ΤΕΙ, περισσότερο από… υποχρέωση, δεν κατόρθωσε να βρει ποτέ δουλειά αντίστοιχη των σπουδών του. Σιγά που θα έβρισκε… Το ήξερε από την ώρα που συμπλήρωνε το βιογραφικό του. Και οι γονείς του το γνώριζαν. Τον πίεσαν, ωστόσο, να «πάρει το χαρτί». Στην Σουηδία όπου βρίσκεται τώρα, αφού βαρέθηκε την ορθοστασία, τις διπλοβάρδιες και τα «μαύρα μεροκάματα» χωρίς ασφάλιση τις περισσότερες φορές, σαν γκαρσόνι, δεν του ζήτησαν πολλά χαρτιά. Βρήκε δουλειά σε υπηρεσία καθαριότητας και μπορεί να του λείπει ο ελληνικός ήλιος, αλλά πλέον τον απολαμβάνει εκείνες τις 15 μέρες της καλοκαιρινής του άδειας. Κι εμείς οι υπόλοιποι απορούμε με το πόσο γρήγορα έμαθε την γλώσσα. Μας εξηγεί ότι ξεκίνησε άμεσα την εκμάθησή της, χρησιμοποιώντας προγράμματα που χρηματοδοτεί το ίδιο το κράτος για όσους εργάζονται στη χώρα.
Η Άρτεμις είχε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στον χώρο της ψυχικής υγείας. Μιλούσε και ζούσε με πάθος για την δουλειά της. Όμως της χρωστούσαν συνεχώς 8-10 μήνες. Πόσο να ζήσεις με «έναντι», χωρίς να καταλήξεις κι εσύ να χρειαστείς τις υπηρεσίες που προσφέρεις; Κάποτε πήρε την μεγάλη απόφαση. Έκανε επίσχεση εργασίας και διεκδίκησε την αποζημίωσή της στα δικαστήρια. Κέρδισε, αλλά ήξερε πως σε αυτόν τον κλειστό επαγγελματικό χώρο δεν είχε πια θέση. Πλέον ζει και δουλεύει στην Μάλτα. Δεν της αρέσει ιδιαίτερα, αλλά πληρώνεται στην ώρα της και δεν χρειάζεται να έχει το άγχος του πώς θα γεμίσει το τραπέζι της την ώρα που επιτελεί το δύσκολο έργο της με ανθρώπους που την έχουν ανάγκη.
Ούτε ο ίδιος είχα συνειδητοποιήσει πόσοι φίλοι και φίλες (όχι απλά γνωστοί) βρίσκονται πια εκτός συνόρων, αναζητώντας κάτι διαφορετικό από αυτό που τους «προσέφερε» η πατρίδα. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχίζεται και σε αυτόν να προστίθενται ολοένα και περισσότεροι νέοι ή «νέοι», αφού σε κάποιες περιπτώσεις μιλάμε για άτομα άνω των 35, που παίρνουν την απόφαση να γίνουν «μετανάστες». Να γίνουν ένα στατιστικό αποτύπωμα που περιγράφεται με τον όρο brain drain.
Όλοι οι παραπάνω κερδίζουν περισσότερα λεφτά σε σχέση με εκείνα που θα έπαιρναν αν είχαν μείνει στην Ελλάδα. Δεν έφυγαν, όμως, γι’ αυτό. Δεν εγκατέλειψαν μια πατρίδα φτωχή, με οικονομικούς όρους. Εγκατέλειψαν μια πατρίδα που δεν είχε τίποτα να τους προσφέρει και κανένα τρόπο να τους εξασφαλίσει το «σήμερα» ή το δικαίωμα στην ελπίδα για ένα καλύτερο «αύριο».
Αν τους ρωτήσεις, κανείς δεν θα σκεφτόταν ούτε ως πιθανότητα την επιστροφή του πίσω, ακόμη κι αν του έταζες τα ίδια χρήματα με αυτά που αμείβεται τώρα. Κάθε χρόνος που περνά κάνει ακόμη πιο φανερή την χαοτική διαφορά στη νοοτροπία και «μπολιασμένοι» πια από μια κουλτούρα που διέπεται από σαφείς κανόνες, με τα καλά και τα κακά τους, αδυνατούν να σκεφτούν ξανά τους εαυτούς τους ως μέρος του «ελληνικού παράδοξου», όπου αν και όταν λειτουργεί σωστά κάτι, αυτό περισσότερο είναι αποτέλεσμα φιλότιμου ή συμπτώσεων, παρά απόρροια ενός οργανωμένου σχεδίου.
Το κακό με το brain drain δεν είναι ότι η Ελλάδα στερείται τα «καλύτερα μυαλά» της. Το πραγματικά ζοφερό είναι ότι χάνονται (κατά πώς φαίνεται για πάντα) εκείνα τα μέλη της κοινωνίας που αποφασίζουν να αντιδράσουν για τα κακώς κείμενα της καθημερινότητάς τους και να αποδεχτούν την συμμετοχή τους σε ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της ίδιας της ζωής τους, που παίζεται πια χωρίς όρους και κυρίως χωρίς προοπτικές για βελτίωση. Δεν φεύγουν για τα λεφτά. Φεύγουν επειδή δεν μας «αντέχουν». Και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει αν δεν τους δελεάσουν τα… τριχίλιαρα που τάζει τώρα η κυβέρνηση.