Πλησιάζει η ώρα του τέλους για τον καρκίνο

Οι επιστήμονες ανακάλυψαν τους δολοφόνους της «επάρατης νόσου»

Το ερώτημα «τι είναι τα Τ λεμφοκύτταρα» θα χρειαζόταν χρόνο και χώρο για να απαντηθεί. Επιπλέον, εκτός του… χωροχρονικού, θα προέκυπτε ακόμη ένα πρόβλημα. Πιθανότατα οι όροι και οι έννοιες θα ήταν τέτοιες που θα μετέτρεπαν το κείμενο σε «ναρκοπέδιο» για όσους εξ ημών δεν είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο.

Για εμάς είναι αρκετή μία και μόνη πληροφορία. Τα Τ λεμφοκύτταρα είναι οι δολοφόνοι του καρκίνου. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει μελέτη ερευνητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ στην Ουαλία της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Immunology, σε ένα άρθρο το οποίο υποδέχθηκε διστακτικά μεν, με ελπίδα δε, η υπόλοιπη κοινότητα.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε παρατηρηθεί η ξεχωριστή συμπεριφορά των συγκεκριμένων κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού. Ωστόσο η περαιτέρω μελέτη τους απέδειξε ότι η συγκεκριμένη κυτταρική «οικογένεια» έχει ανάμεσά της και μέλη που μοιάζουν «γεννημένοι δολοφόνοι» του καρκίνου. Και μάλιστα για πολλές και διαφορετικές μορφές του.

Πριν βγούμε στους δρόμους και πανηγυρίσουμε ή θεωρήσουμε ότι ο πόλεμος με την ασθένεια έχει λήξει με νικητή τον άνθρωπο, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως αν και απολύτως υπαρκτά και άκρως ελπιδοφόρα, τα αποτελέσματα με βάση τα οποία δημοσιεύτηκε η μελέτη αναφέρονται σε εργαστηριακό περιβάλλον και σημειώνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ο δρόμος παραμένει μακρύς και δύσκολος, αφού είναι πολλά τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να φτάσουμε στο σημείο να μιλάμε για θεραπεία και χρήση της στον άνθρωπο.

Ειδικά για τον καρκίνο και της μεθόδους αντιμετώπισής του, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που προκύπτουν είναι οι παρενέργειες, που συχνά εμφανίζονται με τρόπους που ανταγωνίζονται σε δυσφορία και επιπλοκές ακόμη και την ίδια την αρρώστια.

Οι γιατροί του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ επιβεβαιώνουν ότι στις δικές τους έρευνες τέτοια θέματα δεν έχουν προκύψει, πάντα με την επισήμανση για ακόμη μία φορά ότι δεν γίνεται ακόμη λόγος για νέα θεραπεία, αλλά για πολύ ελπιδοφόρα εργαστηριακά αποτελέσματα.

Έχοντας μελετήσει χιλιάδες διαφορετικά Τ λεμφοκύτταρα, οι επιστήμονες κατόρθωσαν να διαπιστώσουν ότι μια συγκεκριμένη υποομάδα, την οποία και ονόμασε MC.7.G5, αποδείχθηκαν ικανά να σκοτώνουν την πλειονότητα των καρκινικών κυττάρων, όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με αυτά. Επιπλέον, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό, δείχνουν να έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τον «εχθρό» δίχως να επιδεικνύουν ανάλογη επιθετική συμπεριφορά στα υγιή κύτταρα του οργανισμού, τα οποία αφήνουν άθικτα!

Οι έρευνες ήταν τόσο διεξοδικές ώστε να μπουν –υπό μία έννοια- παγίδες στο έργο των «φονιάδων» του καρκίνου, τους οποίους οι επιστήμονες επιχείρησαν να μπερδέψουν φέροντάς τους αντιμέτωπους με κύτταρα που μπορεί να είχαν προσβληθεί από διάφορους μικροοργανισμούς που συχνά δίνουν λάθος πληροφόρηση στο ανοσοποιητικό σύστημα το οποίο τα αναγνωρίζει ως «εχθρούς» του, με συνέπεια να επιτίθεται και σε αυτά.

Κάτι που όμως δεν συμβαίνει με τα Τ λεμφοκύτταρα τύπου MC.7.G5, που αποδείχθηκαν αρκετά «έξυπνα» ώστε να μπορούν να διακρίνουν ξεκάθαρα τον στόχο τους, που δεν είναι άλλος από τον καρκίνο. Και μάλιστα σε διάφορες μορφές του, όπως προστάτη, μαστού, πνεύμονα, παγκρέατος, ωοθηκών, μελανώματος, λευχαιμιών και άλλων.

Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι ότι ακόμη και οι ίδιοι οι επιστήμονες που υπογράφουν το άρθρο δεν είναι ακόμη σε θέση να εξηγήσουν πλήρως ποιος είναι ο μηχανισμός που κάνει τα MC.7,G5 να κάνουν την… δουλειά. «Δεν γνωρίζουμε επακριβώς πού οφείλεται η ιδιαίτερη επιθετικότητα των κυττάρων MC.7.G5, αλλά φαίνεται πως είναι μια ιδιότητα του υποδοχέα TCR. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι όταν τον μεταφέρουμε σε άλλα Τ κύτταρα, καθένα από αυτά αποκτά την ικανότητα να σκοτώνει πολλούς καρκινικούς τύπους», παραδέχθηκε πρόσφατα μιλώντας στο ΒΗΜΑ-Science ο Andrew K. Sewell, επιβεβαιώνοντας την λειτουργία τους και παραδεχόμενος παράλληλα την άγνοια (ακόμη) για τον τρόπο δράσης.

Ο υποδοχέας TCR έχει την ιδιότητα να αναγνωρίζει την πρωτεΐνη MR1 η οποία βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα –καρκινικά ή μη- και φαίνεται πως έχει την ικανότητα να λειτουργεί ως «βάση» για να «κολλήσουν» σε αυτή άλλα κύτταρα, ενώ εκείνη συμπεριφέρεται ως… καταδότης, δίνοντας δηλαδή πληροφορίες στα MC.7.G5 για το φορτίο της. Όταν αυτό είναι καρκινικό, αναλαμβάνουν δράση αυτοί οι απροσδόκητοι σύμμαχοι στη μάχη κατά του καρκίνου.

Τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα σε δοκιμαστικούς σωλήνες ώθησαν την ιατρική κοινότητα στο επόμενο βήμα. Στα τεστ εντός εργαστηρίου, αλλά σε ζωντανούς οργανισμούς προσβεβλημένους από καρκίνο. Τα αποτελέσματα με πειραματόζωα (ειδικά προσαρμοσμένα ώστε να εμφανίζουν ένα είδος λευχαιμίας αλλά και ανοσοποιητικό σύστημα αντίστοιχο του ανθρώπου) ήταν εκπληκτικά και σκόρπισαν ικανοποίηση, χαρά κι ακόμη μεγαλύτερη ελπίδα. Μόλις μία εβδομάδα μετά την εκδήλωση της ασθένειας τα ειδικά τροποποιημένα πειραματόζωα παρουσίαζαν εντελώς διαφορετική κλινική εικόνα και η λευχαιμία μπήκε σε κατάσταση ύφεσης!

Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε και για μελάνωμα, με ανάλογη αποτελεσματικότητα, όπως άλλωστε συνέβη και με άλλες μορφές καρκίνου. Πλέον οι επιστήμονες ένιωσαν έτοιμοι να δημοσιεύσουν την μελέτη τους και να την εκθέσουν στην κρίση των συναδέλφων τους σε ολόκληρο τον κόσμο.

Βέβαια, από το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, μέχρι εκείνου του να γίνει λόγος για αξιοποιήσιμη και προσβάσιμη θεραπεία, υπάρχει δρόμος. Για αρχή, πρέπει να γίνουν τεστ σε ανθρώπους. Κάτι που όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη. Οι γιατροί θεωρούν πως μέσα στη χρονιά που διανύουμε θα μπορέσουν να λάβουν τις σχετικές άδειες και στη συνέχεια να δοκιμάσουν σε μικρό αριθμό ατόμων την συμπεριφορά των MC.7.G5. Σπεύδουν μάλιστα να ξεκαθαρίσουν ότι οι έρευνες θα γίνουν διαδοχικά σε ασθενείς και όχι ταυτόχρονα, προκειμένου να είναι απόλυτα βέβαιοι κατά περίπτωση.

Για την ώρα το μόνο σίγουρο είναι ότι φαίνεται πως σε αυτήν την μακριά και επίπονη διαδρομή κανείς δεν είναι μόνος. Έρευνες σαν αυτή του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ δημιουργούν προσδοκίες και ανοίγουν νέες διόδους και δρόμους στον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης ενός αντιπάλου που για αιώνες ήταν άγνωστος, στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε ως ταμπού αλλά πια φαίνεται ότι πλησιάζει η ώρα του θανάτου του από ανθρώπινα χέρια.