Δεν είναι πρωτίστως η οικονομία, η βιομηχανία και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με όρους ανάπτυξης τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει μια κοινωνία για να χαρακτηρίζεται προηγμένη.
Είναι η παιδεία της, ο πολιτισμός της, η ανάδειξη των δημοκρατικών θεσμών και της προάσπισης των ατομικών ελευθεριών και πάνω απ’ όλα η αφοσίωση στα μέσα εκείνα που οικοδομούν την έννοια του δικαίου. Αν οι νόμοι, ως γραπτοί κανόνες αυτού του δικαίου, είναι ο καθρέφτης του πολιτισμού μιας κοινωνίας, η δική μας θα έπρεπε να λογίζεται, όχι ακριβώς προηγμένη, αλλά υποανάπτυκτη. Έως και ξοφλημένη. Διότι είναι δείγμα αγέλης αγριμιών και όχι ομάδας ανθρώπων η υποκίνηση των πιο αποκτηνωμένων ενστίκτων μέσα από κανόνες που έχει θεσπίσει αυτή η κοινωνία.
Πιθανόν και η λέξη υποκίνηση να μην είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική. Ακόμα και αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να διανοηθούν ότι θα τραυματίσουν σοβαρά κάποιον και θα τον αφήσουν να χαροπαλεύει και να ξεψυχήσει στο δρόμο, ο ίδιος ο νομοθέτης τους παρουσιάζει ως εξαιρετικά δελεαστική μια τέτοια προοπτική όταν έρθει η κακιά στιγμή.
Γεννάει δηλαδή τη διάθεση για την πιο ανήθικη και αποτρόπαια πράξη που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος: να ενεργήσει χωρίς την παραμικρή φραστική υπερβολή σαν κτήνος (ίσα-ίσα η παρομοίωση πιθανόν να είναι προσβλητική για το ζωικό βασίλειο), αφήνοντας να πεθάνει ένας άνθρωπος τον οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να σώσει και ενώ ο ίδιος είναι υπεύθυνος για τον επερχόμενο θάνατό του. Είναι ανατριχιαστικό και μόνο να σκεφτείς ότι το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα παρακινεί τον οδηγό να γίνει δολοφόνος με τη βούλα. Λέγοντας του ορθά κοφτά «εξαφανίσου για 48 ώρες να παρέλθει το αυτόφωρο και θα τη γλιτώσεις με κάποια εξαγοράσιμη ποινή».
Βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, ο οδηγός που εγκαταλείπει στον δρόμο το θύμα του θεωρείται ότι διαπράττει πλημμέλημα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 43 ΚΟΚ και απειλείται με ποινή, η οποία μπορεί να είναι και εξαιρετικά χαμηλή και να φτάσει τους έξι μήνες εξαγοράσιμης φυλάκισης. Πρόκειται ξεκάθαρα για προϊόν νοσηρής φαντασίας και αυτός που το σκέφτηκε αντί να αντιμετωπίζεται περίπου ως εξωγήινος, εισέπραξε την απόλυτη επιδοκιμασία με την αναγωγή της παντελώς ανισόρροπης «έμπνευσης» του σε νόμο του κράτους. Αν συνδυαστεί και με το νόμο που αναδεικνύει σε κακούργημα (επιφέρει μέχρι και ισόβια κάθειρξη) την αφαίρεση απώλειας ανθρώπινων ζωών σε περίπτωση οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών, θα έπρεπε νομοτελειακά να νιώθουμε ντροπιασμένοι και μόνο που αποτελούμε μέλη ενός τέτοιου συστήματος «δικαιοσύνης».
Ένα τέτοιο σύστημα που λέει στον πολίτη «σκότωσε και φύγε γιατί αν καθίσεις θα βρεις τον μπελά σου» δεν μπορεί παρά να είναι διακριτικό μιας ξεδιάντροπης, τριτοκοσμικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα ο δολοφόνος της ασφάλτου στη Γλυφάδα δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από ένα σωρό προγενέστερους ασυνείδητους οδηγούς που είχαν δώσει το «καλό» παράδειγμα. Απλώς τους μιμήθηκε, καθώς οι δικηγόροι έχουν πάρει το μήνυμα της νομοθεσίας, γνωρίζοντας ότι η εγκατάλειψη είναι η ενδεδειγμένη, «έξυπνη» λύση.
Μάταια φωνάζει τόσα χρόνια για αλλαγή του άρθρου 43 του ΚΟΚ η οργάνωση «SOS τροχαία εγκλήματα» που είναι η πιο ευαισθητοποιημένη ομάδα ατόμων σε ότι αφορά τέτοια θέματα. Όλες οι παρεμβάσεις της έχουν πέσει στο κενό. Οι δράστες των τροχαίων δυστυχημάτων εξακολουθούν να έχουν την κάλυψη της ελληνικής δικαιοσύνης. Κάθε χρόνο χάνουν άνθρωποι τη ζωή τους για το τίποτα, μένουν ανάπηροι και διαλύονται οικογένειες, αλλά η νομοθεσία παραμένει προσκολλημένη σε μια απόλυτη παράνοια που αν ήταν κανόνας της ζούγκλας θα κοκκίνιζε από ντροπή ακόμα και τα αγρίμια της φύσης.
Αλλά είπαμε και σε προηγούμενο σημείωμα, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να τσακίσει τους κουκουλοφόρους. Για τους Κουκουλομμάτηδες δεν υπάρχει προφανώς κανένας λόγος παρέμβασης.