Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «φασίστα» και «εθνομηδενιστή» χαράσσεται στον Έβρο

Η πραγματικότητα ξεπερνάει και τους δύο

Όσο οι Έλληνες θα επιδίδονται σε «κοκορομαχίες» μέσω social media ή θα προσπαθούν ο ένας να αλλάξει την γνώμη του άλλου για το μεταναστατευτικό, χρησιμοποιώντας ακραία και ανεδαφικά «επιχειρήματα», το πρόβλημα θα θεριεύει  αδιαφορώντας για τις μεταξύ τους διαχωριστικές γραμμές. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει στον Έβρο.

Ο «πόλεμος» στις Καστανιές συνεχίζεται και την ίδια ώρα το ίδιο ισχύει και με το «θέατρο» του παραλόγου σε ό,τι αφορά την «εντός των τειχών» προσέγγισή μας πάνω σε ένα ζήτημα το οποίο πλέον έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με εκείνο που έκανε πριν μια δεκαετία την εμφάνισή του.

Σαν ιός που μεταλλάσσεται (για να μείνουμε κοντά στο πνεύμα των ημερών) και δίχως την ελπίδα για κάποιο «εμβόλιο» να φαίνεται στην πορεία, η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί –εν μέρει και λόγω των επιλογών της- σε μια κατάσταση από την οποία κερδισμένος δεν βγαίνει κανείς.

Οι πρώτοι που χάνουν σε αυτή την ιστορία είναι τα μεγαλύτερα θύματα εξ αρχής. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες (που δεν είναι κακό να διαχωρίζονται ως τέτοιοι, όσο και αν ορισμένοι επιμένουν πως πρόκειται για το ίδιο πράγμα). Ξεριζωμένοι αναγκαστικά από τις πατρίδες τους εξαιτίας πολέμου ή απλά και μόνο επειδή ζητούν καλύτερη ζωή, άνθρωποι παίζουν κορώνα-γράμματα τις ζωές τους, προκειμένου να φτάσουν σε αυτό που θεωρούν «Γη της Επαγγελίας», για να διαπιστώσουν στην πράξη πως το μέρος της Ευρώπης στο οποίο κατορθώνουν τελικά να φτάσουν μόνο τέτοιο δεν είναι.

Το να θαλασσοπνίγεσαι, το να παίζεις «πόλεμο» με τις δυνάμεις των Αρχών στα σύνορα ή να καταλήγεις σε μια κλειστή δομή με απαίσιες συνθήκες διαβίωσης δεν αποτελεί όνειρο για κανέναν. Αποτελεί, όμως, την πραγματικότητα που βιώνει αυτό το ετερόκλητο πλήθος που εκλιπαρεί ή απαιτεί είσοδο στην Ελλάδα. Σε μια χώρα που παλινδρόμησε στη στάση της απέναντί τους, είτε με την αφέλεια που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ είτε με τους κενούς περιεχομένου «λεονταρισμούς» της Νέας Δημοκρατίας. Περισσότερο από όλους, τα δύο κόμματα εξουσίας είναι που φέρουν την μεγαλύτερη ευθύνη. Όχι φυσικά για το μεταναστευτικό, αλλά για την ρητορική μίσους που χρησιμοποίησαν, χαϊδεύοντας ο καθένας  τα αυτιά του δικού του ακροατηρίου και λέγοντας αισχρά ψεύδη σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης ενός τόσο φλέγοντος θέματος. Σπέρνοντας την διχόνοια στον λαό και προσπαθώντας να κάνουν την «αντίπαλη» πλευρά να φανεί η «κακιά» της υπόθεσης.

Η κοινή λογική βιάσθηκε επανειλημμένα στους «διαλόγους» μεταξύ των δύο. Και στη μέση οι ψηφοφόροι τους, δίχως δική τους γνώμη, έτοιμοι να «πεθάνουν» για τις ιδέες τους. Φυσικά σε εντελώς φιλολογικό επίπεδο, εκεί δηλαδή που οι ψευτομαγκιές και οι εξυπνακισμοί πιάνουν τόπο. Από ουσία, όμως, το απόλυτο μηδέν.

Προφανώς και έχει δίκιο το προοδευτικό ρεύμα όταν προτάσσει την ανάγκη υπεράσπισης των ανθρώπινων ζωών έναντι όλων των άλλων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ίδια την ζωή, όποιου είδους ιεράρχηση κι αν επιχειρήσει κανείς. Επομένως, «λύσεις» όπως η ναρκοθέτηση των χερσαίων συνόρων ή το βούλιαγμα των πλεούμενων στη θάλασσα, εκ προοιμίου απορρίπτονται. Τουλάχιστον για όσους διαθέτουν στοιχειώδη λογική και μια στάλα ανθρωπισμό μέσα τους.

Αν, ωστόσο, δεν ανήκεις σε αυτήν την κατηγορία, είναι δύσκολο να χωνέψεις το επιχείρημά τους περί «αλίοσης του μπολιτισμού», όπως… χαριτωμένα γράφουν για να… πικάρουν το μορφωτικό επίπεδο (όπως εκείνοι το αντιλαμβάνονται) των σκεπτικιστών σε ό,τι αφορά το μεταναστατευτικό πρόβλημα. Είναι οι ίδιοι, πάντως, που αδυνατούν να απαντήσουν σε ένα απλό ερώτημα. «Πόσους»;

Πόσους ανθρώπους μπορεί να φιλοξενήσει η Ελλάδα; Ας πει κάποιος έναν αριθμό. Εκατό χιλιάδες; Πεντακόσιες χιλιάδες; Ένα εκατομμύριο; Πόσους μπορεί να συντηρήσει ανθρώπινα και όχι σε κλειστές δομές τύπου Μόριας ή σε ακατοίκητα νησιά, όπως προτείνουν οι Μπογδάνοι αυτού του τόπου;

Όσο το ερώτημα μένει αναπάντητο, εναλλακτικές δεν υπάρχουν. Η ουσία στην ανάγκη ελέγχου των ροών προκύπτει από τις τελευταίες εικόνες που δείχνουν ξεκάθαρα την μορφή που έχει πάρει το ζήτημα. Πλέον είναι εμφανές ότι αυτοί οι άνθρωποι μετατρέπονται εκούσια ή ακούσια σε ακόμη ένα όπλο στα χέρια του Ερντογάν, ο οποίος συνεχίζει να δρα αδίστακτα και προκλητικά, εκμεταλλευόμενος το δικό του θράσος και την υποχωρητική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εν μέρει οι Ευρωπαίοι φρόντισαν να καλύψουν τον «πισινό» τους και να αφήσουν εκείνον της Ελλάδας εκτεθειμένο απέναντι στον «οθωμανικό κίνδυνο». Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ότι «οι ξαίνει θα αλιόσουν τον μπολιτισμό μας». Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως οι συμφωνίες που φέρουν και τις υπογραφές Ελλήνων υπουργών, εγκλωβίζουν όσους τελικά πατήσουν το πόδι στους στη χώρα εντός αυτής, χωρίς πρακτικά να υπάρχουν οι δομές και οι δυνατότητες απορρόφησης ή επαναπατρισμού τους.

Οι Ευρωπαίοι δέχονται ελάχιστους στις χώρες τους. Έκλεισαν τα σύνορά τους στην πρώτη ευκαιρία, γύρισαν τις πλάτες τους, έπλυναν σαν Πόντιοι Πιλάτοι τα χέρια τους και υποχρέωσαν την Ελλάδα να μετατραπεί σε ένα απέραντο ανθρώπινο πάρκινγκ, που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μέσα σε αυτό μπορεί να δει κανείς ό,τι σόι αυτοκινήτου υπάρχει. Η διαδικασία του «ξεκαθαρίσματος» είναι αναγκαία. Προφανώς σε αυτό το «πάρκινγκ» δεν θα συναντήσεις μόνο συμβατά με το ευρωπαϊκό και ελληνικό δίκαιο «μοντέλα», αλλά και άλλα που μολύνουν και επιβαρύνουν το περιβάλλον. Όπως -πιθανότατα- έκαναν και πίσω στις πατρίδες τους. Είναι βέβαιο πως δεν έφυγαν όλοι κυνηγημένοι για τους ίδιους λόγους και ίσως ορισμένοι καθόλου άδικα.

Με τις σημερινές ταχύτητες στις διαδικασίες εξέτασης αιτημάτων παροχής ασύλου, αλλά και την επαίσχυντη και ανεδαφική συμφωνία επαναπροώθησης με την Τουρκία, θα χρειαζόμασταν αιώνες για να ανταποκριθούμε στις εισροές. Μια προσπάθεια που με τους σημερινούς όρους είναι το ίδιο καταδικασμένη με αυτή του πληρώματος του Τιτανικού να αδειάσει με κουβάδες τα νερά στα αμπάρια μετά την σύγκρουση με παγόβουνο. Ναι, σωστά καταλάβατε, ο Ερντογάν είναι το παγόβουνο και σε ρόλο Τιτανικού μένει η Ελλάδα, που κάποτε προτάθηκε για Νόμπελ (το αντίστοιχο του κινηματογραφικού Όσκαρ) ανθρωπισμού για τον τρόπο με τον οποίο υποδέθηκε τους πρώτους πρόσφυγες και πλέον «βουλιάζει».

Με αυτά τα δεδομένα, η πληθυσμιακή αλλοίωση είναι αναπόφευκτη λόγω του εγκλωβισμού ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε μια ξένη σε αυτούς χώρα. Το κοινό χαρακτηριστικό της θρησκείας δεν μπορεί να περάσει χωρίς να αξιολογηθεί σωστά. Όχι με όρους ισλαμομοφοβίας, όπως προτάσσεται από πιο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, αφού είναι βέβαιο πως δεν ανήκουν όλοι οι μετανάστες στην εξτρεμιστική πτέρυγά του. Πολλοί, άλλωστε, έχουν υποφέρει ακριβώς από αυτό στις πατρίδες τους και θέλουν έναν κόσμο χωρίς Ταλιμπάν και τους νόμους των μουλάδων να είναι πάνω από το Σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Με την στάση μας, όμως, αυτούς τους ανθρώπους αντί για συμμάχους τους βάζουμε απέναντί μας, τους τσουβαλιάζουμε a priori μαζί με τους υπόλοιπους και τους στέλνουμε «πακέτο» στην αγκαλιά του Ερντογάν. Αυτό που έχει συμβεί ήδη στην Θράκη, στην Αλβανία, στην Βουλγαρία, τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι δυνατό προμήνυμα για τα σχέδια του «νεοσουλτάνου». Όπου υπάρχουν μουσουλμανικοί πληθυσμοί η Τουρκία εμφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής και εντολοδόχος τους. Λειτουργεί ως η μεγάλη «ομπρέλα» που τους σκεπάζει, χωρίς να τολμά κανένας να βγει μπροστά και να την κατηγορήσει ευθέως για υποκρισία. Η ίδια με τις ενέργειές της στο Κουρδιστάν, το Ιράκ, την Συρία, το ISIS και εσχάτως την Λιβύη φέρει τεράστια ευθύνη για την δημιουργία προσφυγικών ροών, οι ίδιοι οι πολίτες της έχουν μετατραπεί σε συνενόχους στο έγκλημα πλουτίζοντας και διακινώντας παράνομα μετανάστες όχι στα μουλωχτά, αλλά σε απευθείας μετάδοση στην τηλεόραση και η ίδια είναι που στη συνέχεια –έχοντας τσιμπήσει και τα κοινοτικά κονδύλια- σχίζει τα ρούχα της φωνάζοντας για την ανθρωπιστική κρίση.

Αυτό θα έπρεπε να μπει στην κορυφή της ατζέντας και της συζήτησης. Όλα τα υπόλοιπα είναι άλλα λόγια να… μισιόμαστε μεταξύ μας