H άνοδος της θερμοκρασίας είναι ο παράγοντας στον οποίο ποντάρει όλο το… βόρειο ημισφαίριο προκειμένου να σταματήσει η ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού και τα συστήματα υγείας των πληγέντων χωρών να θέσουν υπό έλεγχο την κατάσταση.
Ο βασικός μετεωρολογικός παράγοντας που σχετίζεται με την ανθεκτικότητα των ιών δεν είναι βέβαια η θερμότητα, αλλά η υγρασία. Σε υψηλότερα επίπεδα υγρασίας ο ιός είναι λιγότερο επιδραστικός, καθώς τα μικρά μολυσμένα σταγονίδια που μεταφέρονται στον αέρα μέσω του βήχα είναι πολύ πιο πιθανό να προσελκύσουν υδρατμούς και να χαθούν τελικά στον αέρα προτού μεταφερθούν σε άλλο οργανισμό.
Υπάρχουν επίσης αποδείξεις ότι η κοινή γρίπη επιβιώνει πιο εύκολα στην ανώτερη αναπνευστική οδό σε συνθήκες ξηρού καιρού.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτές οι εποχιακές ενδείξεις ισχύουν και για τον SARS-CoV-2 που προκαλεί την ασθένεια COVID-19, καθώς πρόκειται για ένα νέο στέλεχος με επιδημικά χαρακτηριστικά, στον οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ευαίσθητος. «Αυτός ο τύπος καθυστερημένης εποχιακής ανταπόκρισης τείνει να συμβεί όταν ένα νέο στέλεχος της γρίπης τύπου Α εξαπλώνεται σε όλη την υδρόγειο», αναφέρει ο Jeffrey Shaman του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, που θεωρείται αυθεντία στην έρευνα για τη σύνδεση των αναπνευστικών ιώσεων με τις κλιματολογικές συνθήκες.
«Οι νέοι ιοί έχουν ένα προσωρινό, αλλά σημαντικό πλεονέκτημα. Πολύ λίγα άτομα του πληθυσμού είναι ανοσιακά σε αυτούς. Σε αντίθεση με τους παλιούς τύπους ιών, στους οποίους οι περισσότεροι οργανισμοί έχουν αποκτήσει ανοσία και η μετάδοση πρέπει να γίνει μεταξύ των λίγων που είναι ευάλωτα. Ανάλογα με την εξέλιξη πορείας του νέου ιού, η εποχή «των κρυολογημάτων και της γρίπης μπορεί να γίνει η «εποχή των κρυολογημάτων, της γρίπης και του COVID-19», εξηγεί ο επιδημιολόγος Marc Lipsitch, ο οποίος διευθύνει το Κέντρο για τη Δυναμική των Μεταδοτικών Ασθενειών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
«Λόγω της υψηλής επιδεκτικότητας του, ένας πανδημικός ιός συνεχίζει να κυκλοφορεί μέχρι τα τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου, περιορίζεται το καλοκαίρι και αναβαθμίζεται ξανά το Σεπτέμβριο», αναφέρει ο Shaman και προσθέτει: «Το πιθανότερο είναι να κάνει ο SARS-CoV-2 ένα διάλλειμα το καλοκαίρι, αλλά κατά τη διάρκεια αυτού θα προετοιμάζεται για νέα έξαρση. Και κατά πάσα πιθανότητα θα εξακολουθεί κατά τους μήνες αυτούς να κυκλοφορεί στο Νότιο Ημισφαίριο, λόγω της χειμερινής περιόδου».
Επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια της Βασιλείας και της Στοκχόλμης πήγαν ένα βήμα μπροστά τα δεδομένα που έχει στη διάθεση του ο Shaman, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ίσως τελικά να μην είναι καθόλου ενθαρρυντική εξέλιξη η σύνδεση της επίδρασης του νέου κορωνοϊού με εποχιακές παραμέτρους. Σε μια μελέτη που βρίσκεται επί του παρόντος σε επανεξέταση, οι ερευνητές μοντελοποίησαν τις επιπτώσεις της εποχιακής διακύμανσης του COVID-19, παρουσιάζοντας ένα μάλλον εφιαλτικό σενάριο.
Το μοντέλο τους υποδεικνύει ότι βιώνουμε μια «μικρή κορύφωση στις αρχές του 2020 σε εύκρατες περιοχές του Βόρειου Ημισφαιρίου, την οποία θα ακολουθήσει μια ακόμα μεγαλύτερη κορύφωση τον επόμενο χειμώνα». Με βάση τη συμπεριφορά άλλων κορωνοϊών οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο ρυθμός μετάδοσης πράγματι θα μειωθεί με την έλευση της άνοιξης και του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο, αλλά – καθώς θεωρείται αδύνατο να κυκλοφορήσει εμβόλιο έως το τέλος του 2020 – θα αυξηθεί ξανά απότομα από το επόμενο φθινόπωρο, μολύνοντας συνολικά περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους!
Η μελέτη ονομάζεται «Δυνητικός αντίκτυπος της Εποχικής Δύναμης σε μια Πανδημία SARS-CoV-2». Μία από τις συγγραφείς αυτής, η Dr. Emma Hodcroft, εξήγησε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι απόλυτοι αριθμοί, αλλά το σοβαρό ενδεχόμενο να υπάρξουν βαρύτερες επιπτώσεις εάν κάνει ξανά την εμφάνιση της η εποχιακή επίδραση. «Οι προβλέψεις μας είναι υποθέσεις, αλλά έχουν ως βάση τα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας για τη σύνδεση της εποχικότητας με άλλους κορωνοϊούς. Αν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο και η μεγάλη έξαρση δεν είναι αυτή που ζούμε τώρα, το μοντέλο υποδηλώνει ότι μετά από το χειμώνα 2020-2021 ο ιός θα εξελιχθεί εκτός απροόπτου σε ένα παραδοσιακό εποχικό περιστατικό, όπως η γρίπη.
Υπάρχει ένα δυσοίωνο ιστορικό για μια πανδημική γρίπη που εμφανίστηκε την άνοιξη, αλλά χτύπησε με αγριότητα το φθινόπωρο. Tο Μάρτιο του 1918 ξεκίνησε ένα ξέσπασμα γρίπης στις ΗΠΑ, όταν στη στρατιωτική βάση του Κάνσας αναφέρθηκαν περισσότερα από 100 κρούσματα μόλυνσης. Σύμφωνα με ένα χρονοδιάγραμμα από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2018 αναφέρθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη σποραδικές περιπτώσεις. Ήταν η περίφημη ισπανική γρίπη.
Η επόμενη και πολύ πιο έντονη φάση αυτού του εξελισσόμενου σε πανδημία ιού έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Μόνο τον Οκτώβριο η γρίπη σκότωσε 195.000 Αμερικάνους, δηλαδή περίπου έναν στους 500 ανθρώπους σε ολόκληρο το έθνος. Αν γίνει σύγκριση με σημερινά δεδομένα, αυτό σημαίνει περίπου 800.000 άνθρωποι μόνο στις ΗΠΑ…