Μήπως το κράτος ρεζιλεύτηκε από έναν επιχειρηματία;

ΜΕΘ δεν υπήρχαν και ΜΕΘ βρέθηκαν...

Η πλειονότητα των πολιτών, ανεξάρτητα με το αν συμφωνεί ή όχι με την ιδεολογία της, παραδέχεται ότι η σημερινή κυβέρνηση στη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού τα έχει πάει έως τώρα κάτι παραπάνω από καλά.

Υπάρχει όμως ένα συμπέρασμα που προκύπτει αναφορικά με την κατάσταση της δημόσιας υγείας, το οποίο είναι πιο οικουμενικό και πιο διαχρονικό από την οποιαδήποτε (επιμέρους) κριτική γίνεται στην παρούσα κυβέρνηση: η δημόσια υγεία υπήρξε μια διαχρονικά υποβαθμισμένη κατάσταση στο ελληνικό κράτος.

Για την ακρίβεια, υπήρξε μια κατάσταση υποβαθμισμένη με πολλαπλούς τρόπους και σε μεγάλο βαθμό, αντιφατικούς. Ακόμα και άνθρωποι που έβλεπαν, παραδεχόντουσαν και «έκραζαν» το κράτος για την ανεπάρκεια των δημόσιων νοσοκομείων, ταυτόχρονα έβριζαν και τους εργαζόμενους που δουλεύουν σε αυτό ως «βολεψάκηδες» και «τεμπέληδες». Σήμερα αποδεικνύεται κάτι άλλο: ότι αυτοί οι εργαζόμενοι υπήρξαν εδώ και χρόνια στυλοβάτες της δημόσιας υγείας κόντρα σε ένα τεράστιο κρατικό μποϊκοτάζ.

Η κατάσταση των ΜΕΘ είναι απλά ένα μικρό χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της διαχρονικής υποβάθμισης της δημόσιας υγείας. Κάθε μέρα ακούμε τους αριθμούς των κρουσμάτων από τα χείλη του Σωτήρη Τσιόδρα και αν μπούμε σε μια διαδικασία σύγκρισης με την κατάσταση και τον αριθμό των ΜΕΘ φτάνουμε σε ένα πολύ στενάχωρο συμπέρασμα.

Δεν νοείται, εν μέσω πανδημίας, να λέμε στα σοβαρά ότι ολόκληρο σύστημα υγείας πρέπει να πορευτεί με 600 ΜΕΘ, μοιάζει αδιανόητο. Ακόμα και αν ισχύει αυτό που λέγεται ανεπίσημα από κυβερνητικές πηγές περί έτοιμης υπουργικής απόφασης για επίταξη των ιδιωτικών ΜΕΘ σε περίπτωση πληρότητας στα δημόσια νοσοκομεία, φαίνεται πως αν τα ποσοστά εξάπλωσης του ιού ξεφύγουν, το πράγμα θα είναι αμάζευτο.

Και αυτό δεν έχει να κάνει ασφαλώς με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία δικαίως θα μπορούσε να απαντήσει “Τι να προλάβω να κάνω σε 8 μήνες;”. Σκεφτείτε πόσες κυβερνήσεις έχουν περάσει από την Ελλάδα, πόσα χρήματα διαχειρίστηκαν και αναλογιστείτε αν οι ΜΕΘ στη χώρα είναι αρκετές.

Ασφαλώς στο αστείο επιχείρημα κάποιου ότι το κράτος δεν μπορεί να χαλάει ένα σκασμό λεφτά σε γιατρούς και ΜΕΘ περιμένοντας μια πανδημία που έρχεται κάθε 100 χρόνια η απάντηση είναι εύκολη. Το ίδιο κράτος μια χαρά μπορεί και χαλάει ένα σκασμό λεφτά για εξοπλιστικά και όπλα προετοιμαζόμενο για έναν πόλεμο που μπορεί να μη γίνει ποτέ…

Και μέσα σε όλα αυτά, έρχεται στο φως της δημοσιότητας μια πληροφορία με εξίσου αντιφατικά χαρακτηριστικά. Ο Καρέλιας, ο γνωστός επιχειρηματίας το όνομα του οποίου βρίσκεται πίσω από τα ομώνυμα τσιγάρα, δώρισε στα νοσοκομεία 50 υπερεξοπλισμένες ΜΕΘ, έτοιμες για χρήση. Ξεπερνώντας την διακριτική ειρωνεία που έχει να κάνει με το γεγονός ότι μια καπνοβιομηχανία φροντίζει για τα πνευμόνια των ανθρώπων, τα συναισθήματα είναι διπλά.

Από τη μια, σε ένα πλαίσιο που οι αριθμοί είναι τόσο χαμηλοί και το κάθε τι μετράει, αυτές οι 50 ΜΕΘ μοιάζουν με δώρο εξ’ ουρανού. Αλλά από την άλλη, αναρωτιέται κανείς: είναι δυνατόν ένας επιχειρηματίας, όσο εύρωστος οικονομικά και αν είναι, να ξεφτιλίζει -εμμέσως πλην σαφώς- ολόκληρο κράτος;

Οι 50 ΜΕΘ που δώρισε η καπνοβιομηχανία «Καρέλια» στο ΕΣΥ είναι κάτι λιγότερο από το 10% του συνόλου των ΜΕΘ που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στα δημόσια νοσοκομεία. Αδυνατούμε να πιστέψουμε δε, πως η ετοιμασία όλων αυτών των ΜΕΘ ξεκίνησε πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, εκτός και αν στην επιχείρηση του Καρέλια υπάρχει κάποιος με μαντικές ικανότητες. Με απλά λόγια λοιπόν, ένας και μόνο επιχειρηματίας, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα στην καλύτερη περίπτωση, ηγήθηκε της κατασκευής ενός αριθμού ΜΕΘ που αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 10% των δημόσιων ΜΕΘ!

Πρόκειται με άλλα λόγια για μια είδηση που μας φέρνει ακόμα πιο κοντά σε μια διαπίστωση: η δημόσια υγεία δεν είναι υποβαθμισμένη επειδή λεφτά δεν υπάρχουν, είναι υποβαθμισμένη εξαιτίας μιας διαχρονικής, καραμπινάτης έλλειψης οργάνωσης και της απουσίας βούλησης να διορθωθεί αυτό το χαρακτηριστικό. Αν μας μένει τουλάχιστον κάτι από όλη αυτή την ιστορία είναι αυτό που όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών αγνόησαν επιδεικτικά: η μεγάλη αξία της δημόσιας υγείας. Ας ελπίσουμε, έστω και δια της τεθλασμένης, να μείνει αυτό ως παρακαταθήκη.