Η κρίση έγινε ευκαιρία: Ο πιο υποτιμημένος κλάδος στην Ελλάδα έκανε χρυσές δουλειές εν μέσω πανδημίας

Ο κορωνοϊός έφερε τον «σπόρο» της ανάπτυξης

Αν και σχεδόν το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από τον κορωνοϊό, με τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών να είναι εκείνος που βρέθηκε στην πιο δεινή θέση, υπάρχει ένας κλάδος που είδε τις δουλειές να ανοίγουν και να… ανθίζουν, στην κυριολεξία.

Σε αυτούς τους πρώτους μήνες τους 2020, οι οποίοι συνέπεσαν χρονικά με τα μέτρα περιορισμού και καραντίνας που ελήφθησαν σε παγκόσμια κλίμακα, καταγράφηκε μια εντυπωσιακή αύξηση τόσο στην γενικότερη κατανάλωση, όσο και στις εξαγωγές ελληνικών φρούτων και λαχανικών.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία αυτή η άνοδος είναι της τάξης του 15% σε καθαρό όγκο συναλλαγών και 32% σε χρηματική αξία! Νούμερα ομολογουμένως εντυπωσιακά, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς ότι σχεδόν σε όλο τον κόσμο υπήρξε είτε καθολική απαγόρευση είτε σοβαροί περιορισμοί στη λειτουργία τόσο των μονάδων εστίασης, όσο και των ξενοδοχείων που αποτελούν τους «μεγάλους πελάτες».

Επομένως αυτή η αύξηση οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην στροφή των νοικοκυριών –κυρίως- σε φρούτα και λαχανικά, την ίδια ώρα που στατιστικά αποτυπώνεται μείωση στη ζήτηση κρέατος ή ακόμη και κρασιού.

«Πρωταθλητές» της ανάπτυξης αναδεικνύονται τα εσπεριδοειδή. Και συγκεκριμένα τα πορτοκάλια, παρά το γεγονός ότι ο Ιανουάριος ήταν ένας «κακός» μήνας από την άποψη της προσφοράς αφού σημειώθηκε μια πτώση σε ποσοστό 5%, η οποία όμως υπερκαλύφθηκε τους επόμενους μήνες, φέροντας τα… ταπεινά πορτοκάλια στην κορυφή της σχετικής λίστας, με τον συνολικό όγκο εξαγωγών να ξεπερνά τους 285.000 τόνους, ενώ στο αντίστοιχο περυσινό διάστημα ήταν κάτι παραπάνω από 270.000.

Από κοντά ακολουθούν και τα ακτινίδια, που μπορεί να υπολείπονται αρκετά σε απόλυτους αριθμούς (163.301 τόνοι), όμως σε ποσοστό η αύξηση των εξαγωγών ξεπέρασε κάθε προσδοκία, καθώς «εκτοξεύθηκε» κατά 30% συγκρινόμενη με το 2019 (126.274 τόνοι)! Αντίστοιχη πρόοδο καταγράφουν και τα μανταρίνια, αλλά και σχεδόν σε κάθε άλλο προϊόν παράγει η «ευλογημένη» ελληνική γη.

Πέρα από τις εξαγωγές, όμως, ιδιαίτερα αυξημένη ήταν και η εσωτερική κατανάλωση, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν περιορισμοί, κυρίως λόγω των μέτρων που ελήφθησαν για την λειτουργία των λαϊκών αγορών.

«Παρά το κλείσιμο των κέντρων εστίασης και άλλων καταστημάτων, αλλά και των δυσκολιών που υπάρχουν στις λαχαναγορές, η κατανάλωση των φρούτων και των λαχανικών έχει αυξηθεί» δήλωσε στο ΑΠΕ ο κ. Γιώργος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS. Παράλληλα, συμπλήρωσε «ότι στον κόσμο έχει δημιουργηθεί η αίσθηση «λήψης και αποθήκευσης αυξημένων ποσοτήτων φρούτων και λαχανικών, λόγω της μη κυκλοφορίας, ενώ από την άλλη έχει προσθέσει στα ημερήσια γεύματά τους περισσότερα φρούτα και λαχανικά».

Ολόκληρος ο κλάδος βρέθηκε, λοιπόν, με ένα απρόσμενο «δώρο» στα χέρια του. Όμως, η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα συνεχίστηκε (αλλά σε πιο έντονους ρυθμούς» μια αυξητική τάση που είχε καταγραφεί το προηγούμενο διάστημα και μαρτυρά την δυναμική του συγκεκριμένου τομέα, ο οποίος για δεκαετίες είχε πέσει σε μαρασμό που συνέπεσε με την αλλαγή της αγροτικής πολιτικής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι επιστρέφουν στην «μάνα-γη». Έχοντας πρώτα σπουδάσει και γνωρίσει πολύ καλά το αντικείμενο, συνδυάζουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες με τεχνογνωσία και μοντέρνους τρόπους παραγωγής αλλά και διαχείρισης. Οι Έλληνες παραγωγοί διαφέρουν κατά πολύ από τους «προγόνους» τους, διαθέτοντας πλέον και την γνώση αλλά και τα μέσα που θα τους βοηθήσουν να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό και θα τονίσουν την διαφορετική ποιότητα των προϊόντων τους.

Στην ουσία η κατάσταση με τον κορωνοϊό έδωσε μια επιπλέον ώθηση και μέσω της αύξησης των εξαγωγών, δίνει στα ελληνικά προϊόντα κυρίαρχη θέση στην διεθνή αγορά, αφού σε ολοένα και περισσότερα ράφια βρέθηκαν αυτά, αντικαθιστώντας εκείνα από χώρες που επλήγησαν από την πανδημία κι έχουν αντίστοιχο παραγωγικό προφίλ, όπως για παράδειγμα η Ισπανία και η Ιταλία, που αποτελούν παραδοσιακούς ανταγωνιστές των ελληνικών φρούτων και λαχανικών.

Αν κρίνει κανείς από την τάση των περασμένων ετών, μπορεί να είναι αισιόδοξος και για το μέλλον του κλάδου στην Ελλάδα, που έρχεται να γνωρίσει μια πρωτοφανή επιτυχία εν μέσω κρίσης. Μια κρίση που μετατρέπεται αυτόματα σε τεράστια ευκαιρία. Οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον τομέα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τους παραγωγούς της δεκαετίας του ’80 που λειτουργούσαν στην λογική των κρατικών επιδοτήσεων, της πολιτικής μονοκαλλιεργειών και της… ΕΟΚ.

Πλέον, γνωρίζουν καλά πως ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η ηγετική θέση τους στην Ευρώπη είναι να συνεχίσουν στον δρόμο που ήδη έχουν χαράξει, μέσα από τον πλήρη εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και των συναφών σε αυτήν δραστηριοτήτων. Το παιχνίδι σε διεθνές επίπεδο δεν παίζεται μόνο σε όρους ποιότητας των προϊόντων. Μεγάλη σημασία έχουν τα logistics, η διαφήμιση-προώθηση, η τυποποίηση αλλά και η «ετικέτα». Το να υπάρξουν, δηλαδή, «επώνυμα» ελληνικά προϊόντα, με τα οποία θα συνδεθεί ο καταναλωτής σε όλον τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ταυτίζεται με την αγαπημένη του «μάρκα» σε άλλα καταναλωτικά είδη. Πράγματα, δηλαδή, που ήδη οι Έλληνες απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα δείχνουν να γνωρίζουν ήδη και μοιάζουν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό ώστε να παραμείνουν στην κορυφή.