Τι κρύβεται πίσω απ’ τα «πολύ καλά νέα» που κομίζει για τον κορωνοϊό ο Dr Ιωαννίδης

Οι σκιές και τα ερωτηματικά...

Μπορεί να μην έκανε ποτέ ο ίδιος σενάριο συνωμοσίας, ωστόσο ο καθηγητής Γιάννης Ιωαννίδης εξελίχθηκε στον αγαπημένο των συνωνοσιολόγων κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού, λόγω της διαφορετικής ρητορικής του σχετικά με τη νόσο και του προβληματισμού που εξέφραζε για την αποτελεσματικότητα των γενικών lockdown.

Το κύρος του αδιαμφισβήτητο σε διεθνές επίπεδο. O κ. Ιωαννίδης είναι καθηγητής Ιατρικής, Επιδημιολογίας και Υγείας του πληθυσμού, της επιστήμης των βιοϊατρικών δεδομένων και των στατιστικών στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια και συν-διευθυντής του Meta-Research Κέντρου Καινοτομίας. Είναι ο Έλληνας επιδημιολόγος με το μεγαλύτερο αριθμό ετεροαναφορών στη διεθνή πανεπιστημιακή βιβλιογραφία και βάσει όλων των παραπάνω ήταν λογικό κάθε τοποθέτησή του να προκαλεί αντιδράσεις και ντόρο.

Πόσο μάλλον μια έρευνα με τη δική του υπογραφή, η οποία αμφισβητείται πια ανοιχτά για το κίνητρό και την εγκυρότητά της, προκαλώντας ντόμινο αντιδράσεων στην επιστημονική κοινότητα. Αμερικανικά Μ.Μ.Ε. μεταδίδουν ότι στην Καλιφόρνια, όπου διενεργήθηκε η μελέτη, έχει προκληθεί σάλος μετά τις αποκαλύψεις ότι ένας από τους χρηματοδότες αυτής ήταν ο ιδρυτής των αερογραμμών «JetBlue Airways», Ντέιβντ Νίλμαν, ο οποίος από το ξέσπασμα της πανδημίας επιμένει ότι ο κορωνοϊός δεν είναι τόσο θανατηφόρος ώστε να δικαιολογεί τόσο αυστηρά μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού.

«Κορωνοϊός σαν γρίπη»

Τα αποτελέσματα της έρευνας είχαν δημοσιευτεί στις 17 Απριλίου και το «πόρισμα» ήταν ότι η θνησιμότητα της λοίμωξης covid-19 είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο έχει προβληθεί από την επικρατούσα επιστημονική άποψη. Διενεργήθηκε σε δείγμα 3.300 ατόμων, σταθμισμένο για να αντιπροσωπεύει τον γενικό πληθυσμό της επαρχίας Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια και επιβεβαίωνε τις υποψίες ότι η εξάπλωση της νόσου είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι δείχνουν τα επίσημα στατιστικά των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.

Για τη μελέτη είχαν χρησιμοποιηθεί γρήγορα τεστ αντισωμάτων της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Premier Biotech, τα οποία έδειξαν ότι στη συγκεκριμένη περιοχή τα πραγματικά κρούσματα ήταν 50 έως 85 φορές περισσότερα από τα επιβεβαιωμένα. Η εκτίμηση ήταν ότι 48.000 έως 82.000 άνθρωποι είχαν μολυνθεί από τον Sars-Cov-2, τη στιγμή που τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην πόλη των 2 εκατ. κατοίκων ήταν περίπου 1000 στις αρχές Απριλίου. «Η λοίμωξη φαίνεται να είναι 50 έως 85 φορές συχνότερη στην περιοχή από ό,τι δείχνουν τα καταγεγραμμένα περιστατικά, άρα και η θνητότητα είναι 50-85 φορές μικρότερη από ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα», δήλωνε τότε ο κ. Ιωαννίδης, χαρακτηρίζοντας «πολύ καλά τα νέα», καθώς δείχνουν ότι «η θνητότητα της λοίμωξης Covid-19 είναι πολύ κοντά στο 0,1% της γρίπης». Τόνιζε βέβαια ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αν καταρρεύσει το σύστημα υγείας και δεν μπορεί να φροντίσει ασθενείς, «όπως συνέβη στο Μπέργκαμο και στο Κουίνς».

Σε γενικές γραμμές αυτό που εξέφραζε από την αρχή της πανδημίας ο Έλληνας πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (και νυν επισκέπτης με αυτό το ρόλο) ήταν ότι χρειάζονται περισσότεροι κλινικοί έλεγχοι για να υπάρχει πλήρης εικόνα της κατάστασης και ότι τα μέτρα για την κοινωνική αποστασιοποίηση πρέπει να λαμβάνονται βάσει αυτών.

«Η πλειονότητα του πληθυσμού διατρέχει ελάχιστο κίνδυνο, όσο κινδυνεύετε να σκοτωθείτε ενώ οδηγείτε από το σπίτι στη δουλειά και ξανά πίσω, ενώ για τα παιδιά η απειλή της γρίπης είναι μεγαλύτερη», υποστήριξε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της έρευνας Δρ. Ιωαννίδης, μιλώντας στο κανάλι Fox News. Σε άλλη τοποθέτηση του είχε υποστηρίξει ότι «τα επίσημα νούμερα είναι ανούσια μιας και οι διαγνωστικές αναλύσεις πραγματοποιούνται κυρίως σε αυτούς με σοβαρή νόσο και κακή πρόγνωση».

Οι καταγγελίες από πηγή του Πανεπιστημίου

Πλέον αυτό που έχει τεθεί εν αμφιβόλω σύμφωνα με τα Μ.Μ.Ε. των ΗΠΑ είναι το κίνητρο του Έλληνα καθηγητή και της ερευνητικής ομάδας που εκπόνησε την προαναφερόμενη μελέτη. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα buzzfeed.com, πηγή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ αποκάλυψε πως η συγκεκριμένη έρευνα είχε χρηματοδοτηθεί εν μέρει από τον Ντέιβιντ Νίλμαν και τα τεκμήρια για αυτό είναι η αποστολή μηνημάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του ιδιοκτήτη της αεροπορικής εταιρείας και των επιστημόνων, όσο η έρευνα βρισκόταν σε εξέλιξη.

Συν τις άλλοις η μελέτη επικρίθηκε για τη μεθοδολογία και την εγκυρότητά της, αναγκάζοντας τους συγγραφείς της να προβούν σε διορθώσεις δύο εβδομάδες αργότερα, αλλά τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα είχαν ήδη διαδοθεί στον διεθνή τύπο.

Σύμφωνα πάντα με το ίδιο δημοσίευμα, από τα επίμαχα email προκύπτει πως οι συγγραφείς της έρευνας αγνόησαν τις ενστάσεις δύο καθηγητών του Πανεπιστημίου, που επιχείρησαν να διασταυρώσουν την ακρίβεια των τεστ αντισωμάτων που έκανε η ομάδα. Τελικά, οι καθηγητές αρνήθηκαν να μπουν στην λίστα της ομάδας, καθώς είπαν ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα αποτελέσματα.

Στην καταγγελία σημειώνεται πως ο Νίλμαν «είναι πιθανό να χρησιμοποίησε οικονομικά κίνητρα για να διασφαλίσει τη συνεργασία ενός εκ των επιστημόνων, που αρχικά είχε γράψει στα email ότι ανησυχούσε για την ακρίβεια των τεστ».

Όταν ο Δρ. Ιωαννίδης ρωτήθηκε σχετικά, ισχυρίστηκε πως δεν ήταν «προσωπικά ενήμερος» για τη δωρεά του Νίλμαν. «Ο Ντέιβιντ Νίλμαν έχει συγκεκριμένη άποψη, ιδέες και σκέψεις. Δεν γνωρίζω ακριβώς ποιοι ήταν οι άνθρωποι που χρηματοδότησαν τελικά την έρευνα. Αλλά όποιοι κι αν ήταν, κανείς τους δεν μας είπε πώς θα έπρεπε να σχεδιαστεί ή να διεξαχθεί η έρευνα, ούτε απαίτησαν κάποιο συγκεκριμένο τύπο αποτελέσματος ή αναφοράς», απάντησε ο Έλληνας καθηγητής στο BuzzFeed News. Συμπλήρωσε ότι δεν γνώριζε το συνολικό κόστος της έρευνας και διαβεβαίωσε ότι οι πόροι προήλθαν από ανώνυμες δωρεές αρκετών ιδιωτών που κατατέθηκαν στο γραφείο Ανάπτυξης του Stanford.

Για το θέμα ρωτήθηκε και ο ιδρυτής της JetBlue Airways, που απάντησε απολύτως απενεχοποιημένα πως οι ερευνητές γνώριζαν ότι είχε προσφέρει χρήματα για την μελέτη. Ο Νίλμαν επιβεβαίωσε ότι είχε κάνει δωρεά 5.000 δολαρίων στο Stanford και επικοινωνούσε με τους επιστήμονες του Stanford. Αρνήθηκε ωστόσο τις μομφές ότι άσκησε επιρροή στα αποτελέσματα με οποιονδήποτε τρόπο, προσθέτοντας πως οι επιστήμονες επέδειξαν «φοβερή ακεραιότητα» και δεν του αποκάλυψαν οτιδήποτε πριν δημοσιευτούν τα αποτελέσματα. Κατηγόρησε δε το άτομο που υπέβαλε την αναφορά στο πανεπιστήμιο, πως κατέληξε σε αβάσιμα συμπεράσματα τα οποία «δεν αποδεικνύονται επειδή είναι αναληθή».

 Απορίες για την υπογραφή του Έλληνα καθηγητή

Η αντίδραση του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ ήταν τουλάχιστον ενδεικτική προβληματισμού. Εκπρόσωπός του απάντησε ότι έχει ενημερωθεί για τους «σοβαρούς προβληματισμούς» σχετικά με την έρευνα στη Σάντα Κλάρα. «Η ακεραιότητα των ερευνών του Stanford Medicine είναι στον πυρήνα της αποστολής μας. Όταν δεχόμαστε τέτοια αιτήματα όπως αυτό, τα λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψιν. Το ζήτημα ελέγχεται από τους αρμόδιους μηχανισμούς του Stanford».

Στην αναφορά που κατατέθηκε στο αρμόδιο γραφείο του Πανεπιστημίου Stanford, από πηγή που είχε εμπλακεί προσωπικά στην επίμαχη έρευνα, σημειώνεται ότι η μελέτη είναι γεμάτη με πρόχειρες στατιστικές αναλύσεις και η σύγκρουση συμφερόντων προφανής. Άλλοι επιστήμονες έκαναν λόγο για «διάτρητη έρευνα με αντι-επιστημονικές ανακρίβειες και περίεργη μεθοδολογία», που γεννά την απορία για το πώς ο καθηγητής Ιωαννίδης δέχτηκε να την υπογράψει, ρισκάροντας τη φήμη που έχτιζε επί δεκαετίες.

Εξυπακούεται ότι τις έρευνες χρηματοδοτούν διάφορες εταιρίες, συχνά φαρμακευτικές. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως τα αποτελέσματα είναι «πειραγμένα». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η χρηματική εμπλοκή του ιδρυτή της JetBlue Airways αποκαλύφθηκε περίπου ένα μήνα μετά, όταν αποφάσισε να μιλήσει ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος. Κόντρα δηλαδή στο «πρωτόκολλο» που επιβάλλει να αναφέρονται οι χρηματοδότες ξεκάθαρα για λόγους διαφάνειας.

«Από το ξέσπασμα της πανδημίας, περνώ τις ημέρες μου προσπαθώντας να βρω μία λύση για να σώσω όσο το δυνατόν περισσότερες από τις 40.000 θέσεις εργασίας για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Κάνω ότι μπορώ για να βοηθήσω να αποφύγουμε την οικονομική καταστροφή που έρχεται», δήλωνε στις 7 Απριλίου στο «Daily Wire» ο Ντέιβιντ Νίλμαν, που εμπλέκεται ως ιδιοκτήτης, μέτοχος, η συνιδιοκτήτης σε τέσσερις αεροπορικές εταιρίες και προφανώς βρίσκεται σε θέση απελπισίας. Υποστήριζε τότε ότι σε αναζήτηση λύσεων ανακάλυψε «τρεις εκπληκτικούς και αφοσιωμένους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ με άψογα διαπιστευτήρια: τον Τζέι Μπατατσάρια, τον Έραν Μπεντάβιντ και τον Γιάννη Ιωαννίδη (σ.σ: συνυπέγραψαν την έρευνα). Πήγα ήδη για να τους γνωρίσω προσωπικά».

Πριν από λίγες ημέρες ο Νίλμαν ανέφερε στο λογαριασμό του στο Twitter πως «όταν όλα αυτά τελειώσουν, ο Δρ. Ιωαννίδης θα δικαιωθεί, αν και προς το παρόν δυσφημείται». Το πρόβλημα είναι ότι η εμπλοκή του δικού του ονόματος στην όλη υπόθεση προμηνύει ότι αυτή η διαδικασία δικαίωσης δεν θα είναι καθόλου απλή.