Η 23 Ιουλίου του 2018 θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην ιστορική μνήμη. Σε κάποιους θα επανέρχεται με ευκολία, άλλοι πάλι θα κάνουν ότι μπορούν για να ξεχάσουν τον πόνο εκείνης της ημέρας και των επόμενων της.
Ένα περίπου μήνα μετά από εκείνη τη μαύρη ημέρα, ο αριθμός των νεκρών προσέγγιζε τους 100, η περιβαλλοντική καταστροφή ήταν απείρως πιο μεγάλη και επώδυνη – κι ας επιλέγουμε διαρκώς να εστιάζουμε στον ανθρώπινο πόνο που για την ισορροπία του πλανήτη είναι πραγματικά το μικρότερο κακό – και όλοι προσπαθούσαν με τον τρόπο τους να διαχειριστούν κάτι που τους «άγγιζε», είτε βίωναν άμεσα την καταστροφή είτε έμμεσα.
Πολλά ακούστηκαν τότε και ακούγονται μέχρι και σήμερα για την διαχείριση της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αποδεικνύεται με κάθε νέο στοιχείο ως η χείριστη και ουσιαστικά εγκληματική, με κάποιες πολιτικές φιγούρες να κόπτονται για τη δημοσιοποίηση της αναλγησίας και της ανικανότητας τους και όχι για την ανικανότητα αυτή καθαυτή.
Δύο χρόνια μετά λοιπόν, κι ενώ στο μεσοδιάστημα η παρούσα κυβέρνηση είχε στήσει πολιτικό «ικρίωμα» στην αντιπολίτευση, τι έχει γίνει για να υπάρχει η μέγιστη δυνατή πρόληψη απέναντι στο ενδεχόμενο μιας πύρινης λαίλαπας..;
Όχι και πολλά, είναι η απάντηση. Ούτε πέρσι συνέβησαν συγκεκριμένα πράγματα και είδαμε την Εύβοια να καίγεται, ούτε φέτος συνέβησαν και βλέπουμε τι συμβαίνει στην Κόρινθο, όπου η φωτιά είναι στο όριο να γίνει ανεξέλεγκτη.
Πολύ λογικά μπορεί να πει κάποιος ότι ο κορωνοϊός πήγε πίσω τις όποιες δράσεις και μείωσε την οικονομική δυνατότητα του κράτους να θωρακίσει τις περιοχές που είναι πιο επικίνδυνες στο να επιτρέψουν την ανάπτυξη πυρκαγιάς.
Μόνο που αυτό δεν μπορεί να ξεπλύνει τις ευθύνες και δεν μπορεί να αποτελέσει ολοκληρωτική πανάκεια. Σίγουρα όταν υπάρχει μια πανδημία αυτού του μεγέθους, το πρώτο μέλημα είναι εκεί και αναγκαστικά όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν στο σκοτάδι και δεν σου επιτρέπουν να τα αντιληφθείς.
Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει υπάρξει απαράδεκτη καθυστέρηση σε αρκετά πράγματα. Για παράδειγμα, πως είναι δυνατόν να γνωρίζουμε όλοι ότι η περίοδος υψηλής επικινδυνότητας ξεκινάει στις αρχές Μαΐου και να προκηρύσσονται προσλήψεις για 1.300 πυροσβέστες σε δασοφυλάκια και να ολοκληρώνονται στις αρχές Ιουνίου; Μέχρι να τοποθετηθούν όλοι αυτοί, η ζημιά θα έχει γίνει. Όπως και έγινε και μαίνεται στις Κεχριές.
Δεύτερο και πιο σημαντικό αφορά σε ένα μακροχρόνιο πρόβλημα λειτουργίας σε σχέση με τα αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται στις πυροσβέσεις. Τα πιο γνωστά, που διαθέτει ως επί το πλείστον η Ελλάδα, είναι τα Canadair. Αεροσκάφη τα οποία όμως δεν έχουν ενισχυθεί ποσοτικά από το 2004, μα – κυρίως – δεν έχουν ενισχυθεί ποιοτικά εδώ και αρκετά χρόνια.
Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη παρουσιάζουν με μεγαλύτερη συχνότητα προβλήματα μετά τη χρήση τους και χρειάζεται να καταφεύγουν περισσότερο στο αντίστοιχο pitstop τους. Κι αυτός είναι ένας βασικός λόγος που η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε αγορά νέων για να μεγαλώσει τον στόλο των 18.
Ο αριθμός αυτός κρίνεται μεν ως επαρκής, αν αναλογιστεί κανείς πως Γαλλία και Ισπανία έχουν ελάχιστα παραπάνω για πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις, αλλά υπάρχει ένας τεράστιος αστερίσκος.
Η Ελλάδα δεν ενισχύεται σε επίπεδο ανταλλακτικών και δη σε κινητήρες και έλικες, με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκής η συντήρηση των 12 CL-215 και των 6 ελικοπτέρων που διαθέτει. Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν όλα τα αεροσκάφη βρίσκονται στα όρια τους σε επίπεδο επίδοσης.
Κάτι άλλο εξίσου σημαντικό αφορά στα ελικόπτερα. Τα ελικόπτερα, αν και έχουν λιγότερο εύρος αποτελεσματικότητας σε σχέση με τα Canadair, έχουν μεγαλύτερο εύρος σε επίπεδο πρόσβασης, μιας και μπορούν να προσεγγίσουν σημεία πιο στενά και απόκρυφα, ενώ μπορούν να κάνουν υδροληψία από πολύ περισσότερα σημεία σε σχέση με τα Canadair, ενώ έχουν το πλεονέκτημα πως δεν είναι αποκλειστικά για δασοπυρόσβεση, άρα να κάνουν πιο δυσβάσταχτο το κόστος αγοράς. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες περιπτώσεις φυσικών καταστροφών.
Εκείνο όμως που πρέπει να εξεταστεί σοβαρά από τους αρμοδίους και μάλιστα άμεσα, είναι το συντονιστικό κομμάτι. Σύμφωνα με το armyvoice.gr, ο επιχειρησιακός έλεγχος των αεροσκαφών αυτών ανήκει ορθά στην Πυροσβεστική, αλλά δικαιοδοσία σε διάφορα στάδια της συντήρησης και χρησιμοποίησης τους έχουν κι άλλοι φορείς, σε έναν επιμερισμό που δυσκολεύει πολύ τον συντονισμό και την αποτελεσματική λειτουργία τους. Κάποιες μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας για παράδειγμα δεν έχουν τα μέσα και τους ανθρώπους για να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους αεροσκάφη.
Χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στον επόμενο χρόνο σε επίπεδο πανδημίας και πυρκαγιών, είναι αναγκαίο, στο μέτρο του δυνατού, να υπάρξει μια αναδιάρθρωση σε αυτό το στοίχειο και να εξεταστούν λύσεις για ενίσχυση του εναέριου στόλου, είτε αυτές αφορούν αγορές αεροσκαφών από τη Ρωσία, την Ιαπωνία ή οποιαδήποτε άλλη κατασκευάστρια χώρα είτε αφορούν σε επένδυση στα ανταλλακτικά και στην άρτια συνεννόηση των εμπλεκόμενων φορέων.
Το βέβαιο είναι πως πάλι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και ενδεχομένως να βρεθούμε σε μια θέση καταμέτρησης απωλειών. Αυτή τη φορά μπορεί να μην είναι ανθρώπων, αλλά θα είναι ξανά αναγκαίων εκτάσεων δασών, αναγκαίας χλωρίδας και πανίδας που αποτελούν μέρος του πλούτου τούτης της χώρας…