Το «λιοντάρι» που ακούει στο όνομα Τουρκία μπορεί να βρυχάται ξανά στο Αιγαίο, αλλά όπως και στον γνωστό μύθο, έχει ένα «αγκάθι» που αποτελεί μεγαλύτερη απειλή ακόμα και από τα όπλα. Το τεράστιο χρέος, το οποίο είναι τέτοιας μορφής που σχεδόν εγγυάται ένα τρομερά δυσοίωνο μέλλον για τους γείτονες.
Είναι σαφές ότι η τουρκική «δημοκρατία» απέχει πολύ από τις αντίστοιχες του δυτικού κόσμου. Οι χιλιάδες συλληφθέντες τα τελευταία χρόνια, τα εικονικά πραξικοπήματα αλλά και οι αυτοεξόριστοι αντιφρονούντες είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι καθόλου παράξενο που η Τουρκία αναζητά εξωτερικούς εχθρούς και ότι επί Ερντογάν ανεβάζει μονίμως τους τόνους της αντιπαράθεσης με τους γείτονές της, μεταξύ αυτών φυσικά και η Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο ο «νεοσουλτάνος» από την μία νιώθει ότι εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και από την άλλη ταΐζει με εθνικιστική προπαγάνδα τον λαό του για ίδιον όφελος. Για να στρέψει την κοινή γνώμη και το ενδιαφέρον μακριά από τον πραγματικό κίνδυνο που απειλεί το οικοδόμημά του. Την οικονομία.
Και μάλιστα το επιχειρεί με έναν τρόπο που μαρτυρά τον απόλυτο έλεγχο που έχει πια στην χώρα, την οποία κυβερνά στα όρια (ή και πέρα από αυτά) της απολυταρχίας, δεσμεύοντας με τις πρακτικές του ακόμη και μεγάλες επιχειρήσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.
Οι οικονομολόγοι συμφωνούν σε ένα πράγμα. Η Τουρκία βιώνει μια κρίση χρέους που αργά ή γρήγορα θα αποδειχτεί μια φούσκα που θα σκάσει, ανεξάρτητα από τις συνεχιζόμενες απόπειρες του Ερντογάν να το «μακιγιάρει» και να το «μασκαρέψει» με τέτοιο τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτή η ακριβής έκτασή του.
Κάτι παραπάνω από μία δεκαετία τώρα, περίπου το 2008, οι τουρκικές τράπεζες απέκτησαν πρόσβαση στο φτηνό αμερικανικό δολάριο, καθώς η Federal Reserve στις ΗΠΑ επέλεξε τον δρόμο των χαμηλών επιτοκίων σε μια απόπειρα να δώσει ώθηση στην χτυπημένη από την κρίση οικονομία της χώρας. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία και στη συνέχεια διοχέτευσαν αυτά τα κεφάλαια στο εσωτερικό της χώρας μέσω δανεισμού σε νοικοκυριά, αλλά κυρίως σε επιχειρήσεις οι οποίες ξαφνικά μετατράπηκαν σε υπολογίσιμα μεγέθη στην παγκόσμια αγορά. Φίρμες όπως η Dogus ή οι Turkish Airlines αναδύθηκαν στην επιφάνεια και φάνταζαν γίγαντες, έχοντας εξασφαλίσει πρόσβαση σε ρευστό. Όμως την ίδια ώρα έμπαιναν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με απρόβλεπτη εξέλιξη.
Η πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου ήταν το στοιχείο που άλλαξε τα δεδομένα. Γιατί μπορεί τα δάνεια να ήταν σε δολάριο, όμως το εθνικό νόμισμα ήταν αυτό που χρησιμοποιούνταν στις συναλλαγές. Και η διαρκής υποτίμησή του σήμαινε ότι ένας ιδιώτης ή μια επιχείρηση έπρεπε να μαζεύει ολοένα και περισσότερες τουρκικές λίρες ώστε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Με την λίρα να καταρρέει μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να αποφευχθεί η καταστροφή. Το να βρεθεί ένας «τρελός» που θα αγόραζε λίρες. Η αύξηση της ζήτησης για αυτές θα σταματούσε την πτώση της αξίας τους, όπως άλλωστε συνέβη για ένα μικρό διάστημα. Και ποιος ήταν αυτός ο «τρελός»; Μα φυσικά ο ίδιος ο Ερντογάν ο οποίος στην ουσία δέσμευσε τα αποθεματικά των δημοσίων τραπεζών προκειμένου να στηρίξουν το εθνικό νόμισμα, ενώ δεν σταμάτησε εκεί, αλλά υποχρέωσε και τις ιδιωτικές τράπεζες να παίξουν το παιχνίδι του και να του δώσουν τα δολάριά τους προκειμένου αυτά να μετατραπούν σε λίρες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sacks το ποσό το οποίο έχει αντλήσει το τουρκικό κράτος από τις ιδιωτικές τράπεζες (μέσω της κεντρικής) ανέρχεται στα 54 δισεκατομμύρια δολάρια, την ίδια ώρα που ο Ερντογάν συνεχίζει την ίδια πολιτική, εν μέσω μάλιστα της πανδημίας του κορωνοϊού. Γεγονός που συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη οικονομική «αιμορραγία». Κάτι που ο απλός κόσμος μπορεί να αντιληφθεί ίσως μέσα από τον αθλητισμό και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύλλογοι σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Αυτό το ζήτημα προφανώς ξεπερνά τα σπορ και επεκτείνεται σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα των τουρκικών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν βρεθεί σε δεινή θέση.
Πλέον ο Ερντογάν και οι επιτελείς του (αν ακούει κανέναν…) έχει μπροστά του ένα σταυροδρόμι, με καμία από τις δύο διαθέσιμες επιλογές να μην του εγγυάται ανάκαμψη. Θα πρέπει αναγκαστικά να διαλέξει ένα από τους δύο και να… κάνει τον σταυρό του (όπως θα λέγαμε αν δεν ήταν μουσουλμάνος) ότι το τρικ θα πετύχει. Είτε θα συνεχίσει να στηρίζει την λίρα, στεγνώνοντας όμως έτσι την αγορά από ρευστό το οποίο υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έφτανε στην αγορά μέσω δανείων, είτε θα την αφήσει να υποτιμάται γνωρίζοντας ότι έτσι είναι πολύ πιθανό το «κανόνι» στην οικονομία και η βαθιά ύφεση να μην μπορεί να αποφευχθεί.
Υπό αυτό το δίλημμα πάντως είναι βέβαιο ότι το «λιοντάρι» θα συνεχίσει να «βρυχάται», με την ελπίδα ότι οι φωνές του θα σκεπάσουν εκείνες των υπολοίπων που εκτιμούν ότι οδηγεί την πατρίδα του προς την καταστροφή μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τις δικές του ψευδαισθήσεις μεγαλείου.