Στις αρχές του καλοκαιρού που διανύουμε η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Το τι ακριβώς θα έκανε σχετικά με το άνοιγμα των συνόρων στους τουρίστες. Ένα ζήτημα που δεν απασχόλησε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου για τις οποίες ο τουρισμός αποτελεί την λεγόμενη «βαριά βιομηχανία».
Είναι γνωστό ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν να δεχτούμε κόσμο από έξω μετά τις αρχές Ιουλίου, σε μια προσπάθεια να μην υπάρξουν και νέες απώλειες για την οικονομία και το ΑΕΠ (για την Ελλάδα το μερίδιο του τουρισμού κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια σε ένα ποσοστό μεταξύ 20%- 25%), με πολλούς ωστόσο να προβάλλουν τις ενστάσεις τους. Κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν το άνοιγμα, αφού κάτω από τις πιέσεις των εμπλεκομένων εταιρειών ουσιαστικά επιλέχθηκε η ελάχιστη δυνατή ασπίδα προστασίας. Ένας απλός δειγματοληπτικός έλεγχος στα σημεία εισόδου της χώρας.
Η ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού αποδόθηκε ακριβώς σε αυτήν την απόφαση και οι περισσότεροι εμμένουν στην άποψή τους, αμφισβητώντας ευθέως επί της ουσίας την κυβέρνηση και τα στοιχεία της, καθώς τα στελέχη της επιμένουν ότι οι τουρίστες δεν… ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση.
Συγκεκριμένα από το άνοιγμα των συνόρων μέχρι και σήμερα 3 χώρες έχουν τη μερίδα του λέοντος στα εισαγόμενα κρούσματα: Ρουμανία, Βουλγαρία και Σερβία. Πιο συγκεκριμένα είχαμε 88 κρούσματα από τη Ρουμανία, 86 από τη Βουλγαρία, 80 από τη Σερβία, 63 από την Αλβανία και 29 από τη Σουηδία. Αυτά τα νούμερα αφορούν ένα συνολικό αριθμό εισερχομένων ατόμων στη χώρα που ανέρχεται στα 2.592.853. Από αυτούς οι 2.068.408 εισήλθαν στην Ελλάδα μέσω αεροπορικών πτήσεων στα αεροδρόμια, οι 140.051 από λιμάνια και οι 384.394 από τα χερσαία σύνορα.
Η απλή ανάγνωση των στατιστικών που έδωσε στη δημοσιότητα η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας ενημέρωσης δείχνει να δικαιώνει τις κυβερνητικές επιλογές, όμως εδώ υπάρχει ένας σοβαρός αντίλογος που αμφισβητεί ευθέως τα δεδομένα βάζοντας στη συζήτηση ένα στοιχείο το οποίο πιθανότατα σκοπίμως αποσιωπάται ή τουλάχιστον δεν αναφέρεται. Το γεγονός δηλαδή ότι οι έλεγχοι στα σημεία εισόδου της χώρας είναι καθαρά δειγματοληπτικοί και δεν ξεπερνούν το 10% των ατόμων.
Οι ίδιοι (αμφισβητίες) επιμένουν ότι εάν τα τεστ ήταν περισσότερα ανάλογα μεγαλύτερος θα ήταν και ο αριθμός των πραγματικών κρουσμάτων, ενώ επιμένουν ότι ανάμεσά μας στις τουριστικές περιοχές κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι πολλοί ασυμπτωματικοί φορείς του φονικού ιού.
Ο μοναδικός τρόπος καλύτερης δυνατής θωράκισης και προστασίας από τον κορωνοϊό ώστε από την μία να μην υπάρξει μεγάλος κίνδυνος έξαρσης και από την άλλη να μην συνεχιστεί η οικονομική αιμορραγία θα ήταν να ισχύσει από την αρχή και να επεκταθεί σε όλες τις χώρες το μέτρο της επίδειξης αρνητικού τεστ πριν μπει κάποιος σε ένα αεροπλάνο και ταξιδέψει για την Ελλάδα.
Κάτι τέτοιο όμως αφενός θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει, αφετέρου θα μείωνε δραματικά τον αριθμό των τουριστών που θα έρχονταν στη χώρα μας. Έτσι πήραμε το ρίσκο και τα αποτελέσματα είναι αυτά που βιώνουμε αυτό το διάστημα όλοι, την ίδια ώρα που πολύ λογικά ορισμένοι επιμένουν ότι τα χειρότερα θα έρθουν όταν οι τουρίστες αποχωρήσουν και μείνουμε εδώ μόνοι μας αντιμετωπίζοντας ως κοινωνία τα αποτελέσματα των επιλογών μας…