Είναι η συνήθης τακτική του- και πριν γίνει πλανητάρχης: το να «σέρνει» τους αντιπάλους του στα δικαστήρια είναι κάτι σύνηθες για τον Ντόναλντ Τραμπ, που έχει μάθει να περνάει αρκετό διάστημα εντός των αιθουσών του νόμου.
Κατά δήλωση του ιδίου από το βράδυ κιόλας της 3ης Νοεμβρίου (της ημέρας των εκλογών των ΗΠΑ, δηλαδή), ο Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να καταφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς θεωρεί πως τον κλέβει η… εφορευτική επιτροπή και χαρίζει σωρηδόν ψήφους στον Τζο Μπάιντεν, προκειμένου να καθίσει ο τελευταίος στον προεδρικό θώκο της Αμερικής.
«Έχουμε κερδίσει ήδη και με μεγάλη διαφορά!», ήταν η στεντόρεια (και πέρα για πέρα ψευδής, απ’ ό,τι αποδεικνύεται) κατακλείδα του ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων στο λόγο που έβγαλε και κατά τον οποίον επανέλαβε περίπου 243 φορές πως θα δικαιωθεί στο δικαστήριο.
Το ερώτημα που γεννάται εδώ φυσικά είναι το εξής: έχει ρεαλιστικές ελπίδες να «γυρίσει» την απόφαση ο Τραμπ και να εκλεγεί εκείνος πρόεδρος για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ο Μπάιντεν, όπως όλα δείχνουν, έκανε την ανατροπή στην… ανατροπή κι εν τέλει θα είναι αυτός ο μεγάλος νικητής, καθώς με το που άρχισε η καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων άνοιξε σημαντικά τη διαφορά από τον αντίπαλό του και βρίσκεται, πια, μια ανάσα από τον πολυπόθητο αριθμό των 270 εκλεκτόρων που απαιτείται για να κυβερνήσει κανείς στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Guardian, λοιπόν, είναι αυτές ακριβώς οι ψήφοι που θα αμφισβητήσει ο νυν πρόεδρος: ο Τραμπ θέλει να χαρακτηριστούν ως αντισυνταγματικές (και, ως εκ τούτου, άκυρες) οι διαδικασίες που υιοθετήθηκαν εν μέσω πανδημίας για να γίνει ευκολότερη και πιο ασφαλής η ψηφοφορία.
Γιατί θα ισχυριστεί πως είναι αντισυνταγματικές οι συγκεκριμένες διαδικασίες; Γιατί πολλά από τα μέτρα για την εξασφάλιση ευκολότερης ψηφοφορίας έχουν ληφθεί από κρατικούς αξιωματούχους (τους κυβερνήτες των πολιτειών, δηλαδή) και όχι από τους γερουσιαστές που είναι οι κρατικοί νομοθέτες.
Άρα, κατά τον Τραμπ, αυτό αποτελεί συνταγματική εκτροπή και είναι απολύτως λογικό να δικαιωθεί και ν’ ακυρωθούν οι επιστολικές ψήφοι (που έκαναν, ως έναν βαθμό, και τη μεγάλη διαφορά υπέρ του Μπάιντεν).
Ο Ρεπουμπλικάνος αρχηγός- που, μην ξεχνάμε, έχει ήδη μια μεγάλη ανατροπή το 2016 απέναντι στην Χίλαρι Κλίντον- ποντάρει σίγουρα και στο γεγονός πως κατά τη διάρκεια της θητείας του έχει γεμίσει το Ανώτατο Δικαστήριο με συντηρητικούς (άρα πιθανότατα και ψηφοφόρους του), ελπίζοντας στο να ταχθεί υπέρ του.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά: οι εκλογικές υποθέσεις στα κρατικά δικαστήρια έχουν αντίκτυπο στο αποτέλεσμα σχεδόν… ποτέ, μιας και στην συντριπτική τους πλειονότητα οι εφέσεις απορρίπτονται. Επομένως, οι ελπίδες του Ντόναλντ Τραμπ για να «γυρίσει» την αμφισβητούμενη- και άκρως σημαντική- πολιτεία της Πενσυλβάνια δεν είναι και πολλές. Όμως…
Όμως, υπάρχει και το προηγούμενο με τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ- έναν άλλον… υπέροχο πλανητάρχη που προερχόταν από την ρεπουμπλικανική πτέρυγα.
Πίσω στις εκλογές του 2000 ο Αλ Γκορ των Δημοκρατικών έδειχνε πως θα κόψει πρώτος το νήμα και, μάλιστα, πολλοί είχαν βιαστεί να τον χρίσουν πρόεδρο. Ο Μπους, όμως, πήγε στα δικαστήρια για την κομβική Φλόριντα και μετά από 35 ημέρες νομικού (και όχι μόνο…) χάους κατάφερε να μπλοκάρει την καταμέτρηση των ψήφων, κερδίζοντας την πολιτεία με λιγότερες από 600 ψήφους- και, συνεπακόλουθα, κερδίζοντας και ολόκληρες τις εκλογές!
Θα συμβεί το ίδιο και στην περίπτωση του Τραμπ; Η λογική λέει πως όσο βρόμικα κι αν παίξει ο Ντόναλτ, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο.
«Λογική» και «Τραμπ», όμως, είναι δύο έννοιες που σπανίως συναντιούνται.
Επομένως, το να κρατάει κανείς μικρό καλάθι φαντάζει μάλλον ενδεδειγμένη τακτική…