Αυτή της Βίβλου, η γνωστή με τον Μωυσή. Του Δημήτρη Ελευθερόπουλου στο ματς με την Γιουβέντους. Του Μεσολογγίου. Της Ρίτα Χέιγουορθ, που ήταν και η τελευταία. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, η σημερινή στην Αττική και τις γύρω περιοχές.
Εν συντομία αυτές θα ήταν οι υποψηφιότητες στο ιδιόμορφο βραβείο «Κορυφαία έξοδος όλων των εποχών»- αν, δηλαδή, υπήρχε κάποιος επαρκώς διαταραγμένος για να προχωρήσει στη θέσπιση ενός τέτοιου βραβείου, έμπλεου μηδενικού νοήματος.
Κι αν οι περισσότερες εξ αυτών έχουν μια ιστορική «χροιά» και δικαίως τις θυμόμαστε με μια άλφα αγάπη, το σημερινό- πώς να το θέσουμε κομψοεπώς…- αίσχος είναι η απόδειξη πως η βλακεία δεν είναι απλά ανίκητη, αλλά είναι κράμα Σικάγο Μπουλς της δεκαετίας του 1990 και Λέικερς 2000-2002 με Σακίλ και Κόμπε.
Εν περιλήψει (για όσους, βλέποντας το καινοφανές χάλι του 2020, αποφάσισαν να μετοικήσουν στην Αφροδίτη ή επέλεξαν μια πολυτελή διαμονή σε κάποιο κορφοβούνι) το στόρι έχει ως εξής: η κυβέρνηση, που φέρει μεγάλες ευθύνες και θα το «συζητήσουμε» και παρακάτω, αποφάσισε πως ο μοναδικός τρόπος για να σταματήσει η απρόσκοπτη, μέχρι στιγμής, επέλαση του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι η επιβολή και δεύτερου lockdown, ένα σκάρτο 6μηνο μετά το πρώτο.
Η νέα καθολική καραντίνα ξεκινάει, ως γνωστόν, από το πρωί του Σαββάτου (στις 06.00 για την ακρίβεια) και θα έχει ισχύ 3 εβδομάδων αρχικά και… βλέπουμε.
Αυτή η είδηση λειτούργησε σαν κατακλυσμιαίων διαστάσεων σοκ στο μυαλό του μέσου Έλληνα, ο οποίος έπαθε αυτοστιγμεί Ορφέα Περίδη: βγήκε στους δρόμους και δεν ξέρει που θα φτάσει.
Μάλιστα, αν ανήκε στην, αίφνης ολοένα και μεγαλύτερη, ομάδα των συνωμοσιολογιών, θα μπορούσε παράλληλα να πει και στον Σωτήρη Τσιόδρα με σκωπτικό ύφος «Κάτι μου κρύβεις»- αν, δηλαδή ήθελε να μείνει σε πλαίσιο Ορφέα.
Το όλο ζήτημα, φυσικά, μέσα στην ασύλληπτη χαζομάρα του είναι άκρως επικίνδυνο. Μια μεγάλη μερίδα του κόσμου θεώρησε σώφρον την τελευταία ημέρα της… ελευθερίας του να κυκλοφορήσει σα να μην υπάρχει αύριο στην πρωτεύουσα (και όχι μόνο), μπλοκάροντας όλο το οδικό δίκτυο και γεμίζοντας σε πρωτοφανή βαθμό τα μαγαζιά. Για να μη μακρηγορούμε, η εικόνα της Αθήνας σήμερα ήταν αυτή:
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία Κέντρου Διαχείρισης Κυκλοφορίας της Περιφέρειας Αττικής στις 5:30 μ.μ της Παρασκευής η κίνηση στους δρόμους έφτασε στο απόγειο. Σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα ήταν 33% αυξημένη και 15% παραπάνω από την περσινή παραμονή Χριστουγέννων, όπου παραδοσιακά παρατηρείται η πιο έντονη κίνηση του έτους. Μιλάμε, εν ολίγοις, για τετράτροχο παραλογισμό πρώτης τάξεως.
Το ζήτημα που γεννάται εδώ είναι, φυσικά, ένα: με την Ερμού και όλους τους υπόλοιπους δρόμους να θυμίζουν Γούντστοκ, οι πιθανότητες τρομακτικής εξάπλωσης του ιού είναι εξαιρετικά αυξημένες- κι ολ’ αυτά, μην ξεχνάμε, μία ημέρα μόλις μετά το θλιβερό διπλό αρνητικό ρεκόρ κρουσμάτων (παρά κάτι 3000 χθες) και θανάτων (29).
Προτού αρχίσετε να ερευνάτε εις βάθος πόσα πέτσωσε το menshouse από τη διαβόητη, πια, «Λίστα Πέτσα» (spoileralert: ήταν κάτι σαν 3.000 ευρώ- νούμερο που μάλλον θα συμφωνήσετε πως απέχει πόρρω από τα ποσά που έλαβαν άλλα ΜΜΕ), επιτρέψτε μας να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας προτάσσοντας την στοιχειώδη λογική:
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς λοιμωξιολόγος ή εντατικολόγος ή ένας οποιοσδήποτε εμπειρογνώμονας για να καταλάβει πως αυτός ο πρωτοφανής συνωστισμός εν μέσω πανδημίας δεν αποτελεί και την πιο έξυπνη κίνηση στα χρονικά των κινήσεων.
Και, πέραν τούτου, τι στο καλό μπορεί να προλάβει να κάνει κάποιος την «έσχατη» μέρα πριν το lockdown βγαίνοντας έξω και κατακλύζοντας τα σούπερ μαρκετ, φερ’ ειπείν; (Τα οποία, μεταξύ μας, θα είναι ανοιχτά καθ’ όλη τη διάρκεια της καραντίνας και θα μπορούμε να πηγαίνουμε κανονικότατα τις επόμενες μέρες).
Κατανοητό: η ψυχολογική πίεση που έχουμε δεχτεί εσχάτως όλοι μας είναι άνευ προηγουμένου και το να θέλει κανείς να βγει έξω να ξεσκάσει- έστω και σαν αντίδραση στην προρρηθείσα «στέρηση ελευθερίας»- είναι πέρα για πέρα ανθρώπινο.
Και, ναι, η τακτική των κυβερνώντων για ατέρμονη μετακύλιση της ευθύνης στους κακούς πολίτες που «εκτόξευσαν τα κρούσματα στα ύψη», λες κι αυτοί δε φέρουν καμία ευθύνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, είναι από εξοργιστική έως Κίτρινα Ποδήλατα («Κι άμα τα πάρω, θα πάρω φόρα, θα σας ρημάξω στις κλοτσιές στην ανηφόρα…»). Όμως η σημερινή εικόνα καταδεικνύει πως ένα μεγάλο μέρος του λαού αρνείται πεισματικά ν’ αντιληφθεί την σοβαρότητα της κατάστασης.
Και, ταυτοχρόνως, δίνει την ευκαιρία στους (συν)υπεύθυνους να υποδυθούν με μεγάλη ευχαρίστηση τον Πόντιο Πιλάτο, να νίψουν τας χείρας τους μ’ ευχαρίστηση και να δηλώσουν ευθαρσώς πως εκείνοι έκαναν ότι μπορούσαν, αλλά ο λαός τούς γύρισε την πλάτη και συνεισέφερε στην ραγδαία εξάπλωση του Covid-19.
Και, ξέρετε κάτι; Η ανευθυνότητα δεν είναι ένα δέρμα που μας ταιριάζει. Δεν στέκεται καλά στους ώμους μας- είναι ένα κιτς ένδυμα που ρίχνει το επίπεδό μας στα τάρταρα και μαζί συνθλίβει εκκωφαντικά την στοιχειώδη νοημοσύνη.
Είμαστε πολύ καλύτεροι από το να μετατρέπουμε τη μετακίνηση από το Παγκράτι στους Αμπελόκηπους σε Οδύσσεια, στο τέλος της οποίας η Πηνελόπη θα είναι τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Μαθουσάλα τόση ώρα που κάναμε να φτάσουμε.
Η πανδημία μας έχει γ@#ησει την ζωή και το μυαλό- δεκτό. Και η σημερινή «παρασπονδία» έδωσε την αίσθηση πως συνθλίβουμε οικειοθελώς κάθε ελπίδα.
Δεν είναι έτσι, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Πιραντέλο σας πει πως έτσι νομίζετε: τίποτα δε διαρκεί για πάντα- ούτε καν οι πανδημίες.
Με λίγη προσοχή, λίαν συντόμως εκείνος ο αόρατος τροχός θα γυρίσει προς όφελός μας. Κι όταν γίνει αυτό, θα μπορούμε ν’ απολαμβάνουμε το μποτιλιάρισμά μας στην Κηφισίας χωρίς τις τύψεις που γεννά η επερχόμενη καραντίνα.
Στο μεσοδιάστημα θα έχει ακουστεί ο επιθανάτιος ρόγχος του κορωνοϊού.
Και τότε εμείς, με τη βοήθεια της αγάπης, θα τον θάψουμε.