Σαν σίριαλ που συνεχίζεται για συνεχόμενες σεζόν αλλά είναι φανερό ότι οι συντελεστές του έχουν στερέψει από ιδέες, έτσι και η ΛΑΡΚΟ επιστρέφει ξανά και ξανά στην επικαιρότητα εδώ και δεκαετίες, με το… σενάριο να περιλαμβάνει πάντοτε δύο στοιχεία. Τα τεράστια χρέη της και την (κάθε φορά) «τελευταία» ευκαιρία της να ορθοποδήσει.
Ίσως καμία άλλη εταιρεία σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομικής ζωής της χώρας δεν έχει να επιδείξει ανάλογη διαδρομή. Ανεξάρτητα με το αν στο τιμόνι της βρίσκονται ιδιώτες ή αν έχει περάσει σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και στα χέρια του δημοσίου, η ΛΑΡΚΟ μονίμως βρίσκεται αντιμέτωπη με το «λουκέτο», το οποίο κάθε φορά αποφεύγει μέσω μιας αναδιάρθρωσης χρέους ή μιας γενναίας ανακεφαλαίωσης, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνει να ορθοποδήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνεχίσει δίχως προβλήματα την λειτουργία της.
Από το 1963 όταν και ξεκίνησε να υπάρχει, η εταιρεία βρίσκεται διαρκώς στην ίδια θέση. Αδυνατώντας να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, η σχεδόν «εθνική» νικελοβιομηχανία είναι μονίμως σε καθεστώς χρεοκοπίας.
Με τα χρέη και τις ζημίες να συσσωρεύονται χρόνο με τον χρόνο, οικονομικά ανοίγματα και πρόστιμα να έρχονται να μεγαλώσουν τα ελλείμματα, η ΛΑΡΚΟ μοιάζει συνεχώς μια χαμένη υπόθεση, ένα βαρέλι δίχως πάτο στο οποίο τράπεζες και δημόσιο φαίνεται να πετούν διαρκώς χρήματα, χωρίς ποτέ αυτά να πιάνουν τόπο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία που κάποτε υπήρξε η επιχειρηματική κορωνίδα της γνωστής οικογένειας Μποδοσάκη, χρειάστηκε για πρώτη φορά «χείρα βοηθείας» το 1982, μετά από λιγότερα από 20 χρόνια λειτουργίας. Τα χρέη προς τις τράπεζες ήταν τέτοια ώστε τελικά οι πιστωτές, με την Εθνική να είναι ο βασικός, ανέλαβαν τον έλεγχο, χωρίς όμως να κατορθώσουν ούτε αυτές να αποσοβήσουν το μοιραίο που ήρθε τελικά το 1989. Σύμφωνα με τους ισχύοντες –τότε- νόμους, το ελληνικό δημόσιο την θέτει σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με το Ταμείο Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων να αγοράζει όλα τα περιουσιακά της στοιχεία και να δημιουργεί την «νέα ΛΑΡΚΟ», απαλλαγμένη από τα βάρη του παρελθόντος.
Ακόμη κι έτσι, η επιχείρηση συνεχίζει να «αιμορραγεί» και οδηγείται μόλις το 1992 σε δεύτερη αναδιάρθρωση κυρίως λόγων χρεών προς την ΔΕΗ, η οποία τελικά (γνωρίζοντας ότι δεν επρόκειτο να λάβει ποτέ τα τότε 1,7 δισεκατομμύρια δραχμές (περίπου 5,1 εκατομμύρια ευρώ), μετατράπηκε σε βασικό μέτοχο της!
Η κατρακύλα θα συνεχιστεί όλη την διάρκεια της δεκαετίας, με την ΛΑΡΚΟ να αποτελεί διαρκώς ένα αγκάθι που πλήγωνε όχι μόνο την ελληνική οικονομία αλλά και όλες τις κυβερνήσεις που είδε ο τόπος από το 1980 και μετά. Το 1998 φτάνει για ακόμη μία φορά ένα βήμα πριν την καταστροφή, με το δημόσιο, την ΔΕΗ και την Εθνική Τράπεζα να καλούνται ξανά να καλύψουν τις συσσωρευμένες ζημίες και τα χρέη προς τους πιστωτές, με την ελπίδα ότι έτσι η εταιρεία θα έμενε «ζωντανή» και ότι θα γινόταν ελκυστική προκειμένου να ιδιωτικοποιηθεί και να σταματήσει το κράτος να την συντηρεί χωρίς το παραμικρό κέρδος.
Φυσικά, κανένας τρελός ιδιώτης δεν θα δεχόταν ποτέ να αναλάβει την διοίκηση μιας εταιρείας τα χρέη της οποίας έφταναν στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας τα 650 εκατομμύρια ευρώ (!) παρά τα επίσης εκατοντάδες εκατομμύρια τα οποία είχαν ήδη δαπανηθεί για να την κρατήσουν «ζωντανή».
Αυτό βέβαια δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που προέκυπτε από την λειτουργία της, αφού η ΛΑΡΚΟ ήταν διαρκώς «χρεωμένη» και για το περιβαλλοντικό αποτύπωμά της. Καθόλου άδικα της είχε επιβληθεί –μεταξύ άλλων- πρόστιμο 50 εκατομμυρίων ευρώ ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ενώ είναι γνωστό ότι κάθε χρόνο επιβαρύνει τον Ευβοϊκό κόλπο στον οποίο αποθέτει χιλιάδες τόνου σκουριάς.
Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα συνεχόμενα «πέναλτι» από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Ελλάδα, που έχει καταδικαστεί για παράνομες κρατικές ενισχύσεις προς την εταιρεία, με το δικαστήριο να την υποχρεώνει να επιστρέψει στο δημόσιο περίπου 135 εκατομμύρια ευρώ, επιβαρύνοντας έτσι ακόμη πιο πολύ την ήδη τραγική κατάστασή της.
Περνώντας στο σήμερα, η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Ήδη από τον προηγούμενο Μάρτιο έχει τοποθετηθεί ειδικός διαχειριστής, με την ταυτόχρονη υποχρέωση εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων, στην περίπτωση που δεν βρεθεί ιδιώτης επενδυτής για την εταιρεία που στα χρόνια της παρουσίας της έχει στοιχίσει στους πιστωτές της πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ.
Το μόνο θετικό στην παρούσα συγκυρία είναι η αύξηση που καταγράφεται διεθνώς στην ζήτηση νικελίου. Ενός ορυκτού που χρησιμοποιείται ευρέως στις νέας γενιάς μπαταρίες που βρίσκει κανείς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα οποία θεωρούνται το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας. Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η έκκληση του ιδρυτή της TESLA, Έλον Μασκ προς εταιρείες σαν αυτή της ΛΑΡΚΟ: «Παρακαλώ εξορύξτε περισσότερο νικέλιο. Οπου κι αν βρίσκεστε στον κόσμο, παρακαλώ εξορύξτε περισσότερο νικέλιο, προφανώς με φιλική προς το περιβάλλον εξόρυξη και σε μεγάλο όγκο. Η Tesla θα σας προσφέρει ένα τεράστιο συμβόλαιο για μεγάλο χρονικό διάστημα, εάν η εξόρυξη γίνεται αποτελεσματικά και με περιβαλλοντικά ευαίσθητο τρόπο»!
Η ΛΑΡΚΟ αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι η ΜΟΝΗ παραγωγός σιδηρονικελίου στην Ε.Ε. και μία από τους πέντε μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα στοιχεία φέρνουν την αισιοδοξία ότι θα είναι δυνατή η προσέλκυση επενδυτών, ειδικά από την ώρα που υπήρξε κυβερνητική ρύθμιση που απαλλάσσει τους υποψήφιους από οικονομικά και εργασιακά βάρη. Ακόμη κι έτσι, όμως, το αμαρτωλό παρελθόν της είναι τέτοιο που δημιουργεί διαρκώς νέα εμπόδια. Αν τελικά βρεθεί ιδιώτης να την αναλάβει, γνωρίζει ότι ακόμη και μετά από ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων, θα είναι υποχρεωμένος να δαπανήσει τεράστια ποσά για να εκσυγχρονίσει τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό της αλλά και για να επιλύσει τα θέματα περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που δημιουργεί η λειτουργία της. Φαίνεται πως αυτή η ιστορία, αυτό το σίριαλ, μάλλον θα έχει και άλλα επεισόδια και το… happy end συνεχίζει να αποτελεί περισσότερο έναν διακαή πόθο παρά μια σοβαρή πιθανότητα.