κουφοντίνα

Οι Κουφοντίνες ψάχνουν εκδίκηση, τα κράτη απαγορεύεται...

Είναι ειρωνικό αλλά αληθινό: η «νόμιμη» θέση είναι εκείνη του Κουφοντίνα και όχι της κυβέρνησης.

Η απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, η οποία έχει φτάσει σε οριακό σημείο και δεν αποκλείεται να έχει ως κατάληξη τον πρώτο νεκρό φυλακισμένο απεργό πείνας στην ιστορία του ελληνικού κράτους (γεγονός που από μόνο του θα αποτελεί αρνητικό ορόσημο για αυτό), έχει εκκινήσει έναν δημόσιο διάλογο περί δικαίου και αδίκου, που εν πολλοίς είναι παραπλανητικός όσον αφορά την αληθινή ουσία της υπόθεσης.

Σε μεγάλο βαθμό, οι δημόσιες θέσεις που υπερασπίζονται τη στάση της κυβέρνησης θέτουν ένα ζήτημα ηθικής -συλλογισμός που ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα δεν (θα έπρεπε να) χωράει σε ζητήματα νομοθεσίας- που το συνδέουν με τη δολοφονική δράση του παλιού μέλους της 17 Νοέμβρη: «Ο Κουφοντίνας είναι δολοφόνος τόσων ανθρώπων. Γιατί να κάνει πίσω η κυβέρνηση και μάλιστα ενώ ο ίδιος είναι αμετανόητος;». Εδώ ακριβώς έγκειται το πρώτο παραπλανητικό στοιχείο του δημοσίου διαλόγου: οι δολοφονίες του Κουφοντίνα είναι μια υπόθεση κλεισμένη εδώ και 19 χρόνια. Ο Κουφοντίνας έχει δικαστεί και έχει καταδικαστεί σε ισόβια. Δεν θα βγει ποτέ από τη φυλακή και αυτό ο νόμος το έχει λήξει. Αυτό δεν δίνει δικαίωμα σε κανέναν να τον τιμωρεί με επιπλέον ποινές: κάτι τέτοιο αναιρεί την ίδια την ουσία των δικαστηρίων και των αποφάσεών τους.

Οι ιδέες του Κουφοντίνα δε, για τις οποίες είναι (πράγματι) αμετανόητος, παραμένουν επίσης άσχετες με την υπόθεση. Βασικό συγκροτητικό στοιχείο του νομου άλλωστε δεν είναι άλλο από την πολιτική του ουδετερότητα. Είτε σε λένε Κουφοντίνα και έχεις διαπράξει δολοφονίες στο όνομα της 17 Νοέμβρη είτε σε λένε Ρουπακιά και έχεις διαπράξει δολοφονίες στο όνομα της Χρυσής Αυγής είτε είσαι απατημένος σύζυγος και έχεις διαπράξει δολοφονίες στο όνομα της ζήλιας σου, ο νόμος (θεωρητικά πάντα) δεν σε κρίνει αναφορικά με τις προθέσεις σου αλλά μόνο με γνώμονα τις πράξεις σου. Θεωρητικά πάντα λοιπόν, δεν θα έπρεπε να έχει καμία σημασία το αν ο Κουφοντίνας είναι αμετανόητος ή όχι αναφορικά με την εφαρμογή του νόμου.

Οι παραπλανητικές αυτές συζητήσεις γίνονται για ένα λόγο και μόνο: διότι μιλώντας με αμιγώς νομικούς όρους, ο Κουφοντίνας αξιώνει να γίνει το νόμιμο και η κυβέρνηση παρακάμπτει τον νόμο. Σύμφωνα με νομοσχέδιο της ίδιας της κυβέρνησης (νομοσχέδιο που κατά πολλούς νομικούς είναι ξεκάθαρα «φωτογραφικό» για τον Κουφοντίνα και άρα αντισυνταγματικό) ο Κουφοντίνας αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τις αγροτικές φυλακές στις οποίες βρισκόταν προκειμένου να επιστρέψει στο προηγούμενο μέρος που ήταν φυλακισμένος. Όμως δεν εφαρμόζεται αυτό το νομοσχέδιο (παρά το ότι φτιάχτηκε μάλλον φωτογραφικά για τον Κουφοντίνα). Διότι αντί ο Κουφοντίνας να επιστρέψει στον Κορυδαλλό πηγαίνει στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Δομοκού. Η κυβέρνηση, με άλλα λόγια, δεν εφαρμόζει τον φωτογραφικό νόμο που η ίδια ψήφισε.

Τα κυβερνητικά επιχειρήματα λένε πως ο Κουφοντίνας εντάσσεται στην κατηγορία όσων πρέπει να πάνε σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και άρα δεν μπορεί να γυρίσει στην παλιά φυλακή του. Πρόκειται για επιχειρήματα που συγκρούονται τόσο με τον νόμο, όσο και με την πραγματικότητα διότι στον Κορυδαλλό επίσης υπάρχει τμήμα υψίστης ασφαλείας, άρα ο Κουφοντίνας -αν η κυβέρνηση δεν πείσμωνε μαζί του- θα έπρεπε να έχει δώσει ήδη τέλος στη συζήτηση μεταφέροντάς τον εκεί. Τι ειρώνεια: σε μια συζήτηση περί νόμου, η «νόμιμη» θέση είναι εκείνη του Κουφοντίνα και όχι της κυβέρνησης.

Υπό μια έννοια, οι αντικρουόμενες πλευρές έχουν αλλάξει τις παραδοσιακές τους θέσεις: ο δηλωμένα επαναστάτης Δημήτρης Κουφοντίνας αξιώνει κάτι ελάχιστα επαναστατικό και αμιγώς νόμιμο από το καθεστώς, δηλαδή να μείνει (έστω και τυπικά) πιστό στην αρχή του περί πολιτικής ουδετερότητας του νόμου. Η κυβέρνηση από τη μεριά της, απαρνείται αυτή την αρχή και πολιτικοποιεί με βάση τις ιδεολογικές της επιταγές τον χειρισμό μιας νομικής υπόθεσης.

Το διακύβευμα της υπόθεσης Κουφοντίνα ξεπερνάει την ίδια την απεργία πείνας του τελευταίου. Έχει να κάνει με το κατά πόσο ένα κράτος δικαιούται να αλλάζει νόμους με άξονα το σε ποιους προορίζονται. Όποιος δεν βλέπει τη δυστοπία που φέρνει μαζί της μια τέτοια εξέλιξη, μάλλον δεν είναι άνθρωπος του σήμερα αλλά του Μεσαίωνα…