Τροχαίο στη Bουλή: Η απύθμενη χυδαιότητα του «Άντε, φυγε από ‘δω τώρα, εξαφανίσου»

Το αστυνομικό θράσος της περιόδου δεν είναι αυτόφωτο, είναι γαλουχημένο.

Είναι ένα από τα σημεία των καιρών το πόσο εύκολα αλλάζει η κεντρική ατζέντα σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου. Αν εξαιρεθεί η πανδημία του κορωνοϊού που μένει σταθερά μέσα στην επικαιρότητα, ανά δυο με τρεις μέρες προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα που έρχεται να καταλάβει τη βασική θέση στις ασχολίες της κοινωνίας. Από την υπόθεση Λιγνάδη στην απεργία πείνας του Κουφοντίνα και από εκεί στην αστυνομική καταστολή που δέχθηκαν οι συγκεντρώσεις αλληλεγγύης σε αυτόν (ζήτημα που αυτονομήθηκε από την ίδια την απεργία πείνας), για να ακολουθήσουν τα γεγονότα στην Νέα Σμύρνη και εν συνεχεία να αντικατασταθούν και αυτά από το τροχαίο δυστύχημα που έλαβε χώρα έξω από τη Βουλή. Και όλα αυτά από το ένα Σαββατοκύριακο στο άλλο.

Κοιτώντας κανείς βέβαια την αλληλουχία των γεγονότων δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ένα κοινό στοιχεία στα τελευταία εξ’ αυτών: τον ρόλο της αστυνομίας. Στην περίπτωση του δυστυχήματος που έλαβε χώρα έξω από τη Βουλή, η αστυνομική παρουσία δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι ο βασικός εμπλεκόμενος στο περιστατικό ήταν αστυνομικός που βρισκόταν σε υπηρεσιακό όχημα του κοινοβουλίου αλλά και με τη στάση που κράτησε απέναντι σε έναν συγκεκριμένο αυτόπτη μάρτυρα ο άντρας της τροχαίας που βρέθηκε στο σημείο.

Το βίντεο που έκανε την εμφάνισή του στο διαδίκτυο και αποτύπωσε ξεκάθαρα τον άνδρα της τροχαίας να τραμπουκίζει τον αυτόπτη μάρτυρα του γεγονότος φωνάζοντάς του: «Άντε, σήκω και φύγε από εδώ τώρα, εξαφανίσου», λες και επρόκειτο για τραμπούκο χωροφύλακα από τα χρόνια της Χούντας, προκάλεσε αίσθηση σε όσους το είδαν. Και αυτό όχι μόνο για το απαράδεκτο ύφος του αστυνομικού, που μοιάζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως φορέα μιας αδιάλλακτης και τιμωρητικής εξουσίας που επιτίθεται εναντίον όποιου έχει το θράσος να αντιμιλάει, αλλά και εξαιτίας των συνειρμών που αυθόρμητα έκαναν πολλοί σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα που αφορούσαν την αστυνομία.

Αφενός, αναρωτιέται κανείς αν ο άνδρας της τροχαίας θα ήταν τόσο «ευαίσθητος» στη σκηνή του δυστυχήματος αν δεν ήταν εμπλεκόμενος σε αυτή ένας συνάδελφός του: ούτε λίγο ούτε πολύ, άπαντες σκέφτηκαν πως ο τύπος αυτός τσαμπουκαλεύεται στον αυτόπτη μάρτυρα με προφανή στόχο να «καλύψει» τον έτερο αστυνόμο. Αφετέρου, ακόμα και αν η προηγούμενη εντύπωση δεν ισχύει, είναι δεδομένο πως η ευκολία μέσω της οποίας ο συγκεκριμένος αστυνομικός απευθύνεται με αυτό το ύφος σε ένα πολίτη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το ευρύτερο προφίλ που έχει αποκτήσει η αστυνομία έπειτα από τις κατασταλτικές επιθέσεις που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα στις πλατείες και τους δρόμους της Αθήνας.

Το απύθμενο αυτό θράσος του συγκεκριμένου αστυνομικού δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε αυτόφωτο ούτε αδιαχώριστο από το περιβάλλον στο οποίο ο τελευταίος κινείται εργασιακά. Αντίθετα, είναι ένα θράσος γαλουχημένο, ένα θράσος απενοχοποιημένο. Στους κόλπους της ελληνικής αστυνομίας κάθε μέρα εδραιώνεται και ενισχύεται η εντύπωση πως οι αστυνομικοί είναι κράτος εν κράτει στους δρόμους, στις γειτονίες, στις κοινωνικές συναναστροφές με τους άλλους πολίτες. Και μια αστυνομία που έχει τέτοια εντύπωση για τον εαυτό της ή -ακόμα χειρότερα- αξιώνει να είναι αυτός ο αντικειμενικός, κοινωνικός της ρόλος, είναι μια αστυνομία βγαλμένη από καθεστώτα ολοκληρωτικά και ανελεύθερα. Αν το δικό μας καθεστώς δεν είναι ακόμα κάτι τέτοιο, θα πρέπει άμεσα να διορθωθεί αυτή η (καθόλου ανούσια) παραφωνία.