Πίσω στο 2018 η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελβετία κάθονταν στο τραπέζι για να συζητήσουν ένα νέο πλαίσιο στη μεταξύ τους σχέση, η οποία από το 1999 και μετά διέπεται από 120 συμφωνίες που απλώνονται σε πολλά πεδία.
Κι ενώ στα περισσότερα οι δύο πλευρές τα βρίσκουν μια χαρά, σε αυτή την τριετία από το 2018, το Institutional Framework Agreement (InstA) δεν έφερε κάποια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες σε αυτό το διάστημα βρέθηκαν αρκετές φορές σε αδιέξοδο.
Μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, η ελβετική αντιπολίτευση είχε οδηγήσει το έθνος στις κάλπες για ένα δημοψήφισμα που αφορούσε την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών από και προς την Ελβετία. Αν το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, θα επηρεάζει και τους μη Ελβετούς και τους Ελβετούς. Εν τέλει, το 62% των ψηφοφόρων απάντησαν αρνητικά και δεν άλλαξε κάτι.
Ήταν όμως μια στιγμή που το γυαλί ράγισε κι άλλο και με πολύ πιο βαθύ τρόπο στις σχέσεις της Ελβετίας με την Ε.Ε. Ένα γυαλί που έσπασε για τα καλά στις 26 Μαΐου, όταν το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Ελβετίας θεώρησε ως μη συμφέροντες τους όρους του InstA και απεφάνθη το τέλος στις συζητήσεις με την Ε.Ε. μετά από 7 χρόνια συνδιαλλαγής, προστριβών και διεκδικήσεων εκατέρωθεν.
Η Ελβετία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος εταίρος εμπορικά για την Ε.Ε. μετά τις ΗΠΑ, Κίνα και Βρετανία. Η Βρετανία βρίσκεται ήδη έξω απ΄αυτή τη διαδικασία σε αρκετούς τομείς. Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για την Ελβετία, που το 50% των εξαγωγών της αφορούν την Ένωση. Παράλληλα, περίπου 400.000 Ελβετοί ζουν σε χώρες της Ευρώπης για εργασία, ενώ από τα 8.6 εκατομμύρια κατοίκους της Ελβετίας, το 1.4 αφορά σε μη Ελβετούς που εργάζονται στη χώρα.
Μέσα στο 2021 διεξήχθησαν 6 συναντήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, έγιναν κατανοητές οι επιθυμίες τους, όμως δεν υπήρξε κοινή αποδοχή. Τα δύο μεγάλα αγκάθια αφορούν στην μεταναστευτική πολιτική και στην προσαρμογή του ελβετικού κράτους στις νέες ντιρεκτίβες που εφαρμόζει η Ε.Ε.
Το Citizens’ Rights Directive είναι το νομοθετικό πλαίσιο για μια διεύρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής ως προς τους ανθρώπους που ζουν στην Ελβετία και δεν εργάζονται. Η Ένωση ήθελε να παρέχεται μεγαλύτερη πρόσβαση στους πολίτες της, η Ελβετία όμως δεν ήθελε να παρέχει κοινωνικά δικαιώματα με τέτοια ευκολία, όπως τα παίρνουν οι δικοί της πολίτες εκτός Ελβετίας.
Διαφωνία υπάρχει επίσης ως προς την τραπεζική σχέση ανάμεσα στα καντούνια, τον διοικητικό διαχωρισμό της Ελβετίας, και στην κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα και πώς ενεργούν σε περίπτωση που μια από τις δύο πλευρές χρειάζεται οικονομική ενίσχυση.
Εξίσου ακανθώδες ζήτημα είναι και η προσπάθεια της Ε.Ε. να αλλάξει τους μισθολογικούς όρους της Ελβετίας, ώστε να προσφέρει καλύτερες ευκαιρίες ανταγωνισμού στα 27 μέλη της έναντι ενός κράτους που παίζει με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Στη συνάντηση του με την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, ο επίτροπος του Ομόσπονδου Συμβουλίου, ο Γκι Παλομέν, εξήγησε τα παραπάνω ως αίτια της απόφασης της Ελβετίας να διακόψει την οποιαδήποτε συζήτηση, όμως για πολλούς αναλυτές ένα κρυμμένο πρόβλημα αφορά στο ίδιο το πολίτευμα της Ελβετίας, που είναι μια άμεση δημοκρατία με πολλά δημοψηφίσματα μέσα στον χρόνο. Οι αιτιάσεις αφορούν στο κατά πόσο η Ευρώπη θα εμπλεκόταν με το InstA σε πολιτικό επίπεδο με την Ελβετία.
Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στον αέρα όλες οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, το οποίο έχει ήδη εμφανίσει προβλήματα σε φαρμακευτικό επίπεδο στην Ελβετία, ενώ ίσως υπάρξει πρόβλημα για την Ε.Ε. μιας και η Ελβετία αποτελεί κόμβο περάσματος ηλεκτρικών αγωγών και ήδη αρκετές γειτονικές χώρες έχουν ζητήματα με αυτό.
Από τη μία λοιπόν έχουμε μια Ελβετία που θέλει την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, δεν θέλει δηλαδή να επηρεαστεί η ανεξαρτησία της και η ακεραιότητα της δημοκρατίας της. Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει να μην είναι πια η διαλλακτική της υπόθεσης. Μετά το Brexit, είναι πιο αυστηρή η στάση της απέναντι σε χώρες που επιχειρούν να διασαλεύσουν όσα ισχύουν για όλους και παρόλο που η Ελβετία δεν είναι μέλος της, φαίνεται να αποζητά ένα all in, μια δέσμευση για τη σχέση τους.
Φωτογραφία: Pexels