Η αντίληψη ότι η αστυνομία θεωρούσε εξ αρχής βασικό ύποπτο του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο είναι παγιωμένη σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Πολλοί πιστεύουν μάλιστα ότι για τους ερευνητές δεν ήταν απλώς ο βασικός ύποπτος, αλλά και ο σχεδόν βέβαιος δράστης και ότι η καθυστέρηση στην αποκάλυψη και σύλληψη του οφείλεται στην ανάγκη να μπουν όλα τα κομμάτια στο παζλ και η υπόθεση να «δέσει» με αδιάσειστα στοιχεία.
Αυτή την αίσθηση προσπαθεί να καλλιεργήσει πια ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η ΕΛ.ΑΣ. Να βγει προς τα έξω το ότι «απλώς περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή να τον συλλάβουμε», κάτι που θεωρητικά συμβαδίζει με την εκπεφρασμένη από διαρροές προσπάθεια οικοδόμησης σχέσης εμπιστοσύνης των αστυνομικών με τον δράστη, εν αναμονή κάποιου λάθους που θα τον καθιστούσε επιτόπου υπόλογο του νόμου.
Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι; Μήπως η καθυστέρηση στη διελεύκανση της δολοφονίας της Καρολάιν Κράους οφείλεται εν πολλοίς στην… πειθώ του 33χρονου πιλότου και την παραπλάνηση των αστυνομικών; Μήπως τελικά μεγάλο τμήμα κεντρικών υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ αλλά και παραγόντων της Κατεχάκη πίστευε εσφαλμένα μέχρι προ μερικών ημερών ότι ο Μπάμπης δεν είναι «θεατρίνος», αλλά ένας χαροκαμένος σύζυγός που λίγο έλειψε να χάσει και τη δική του ζωή;
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις, που αν δεν ήταν προϊόντα σκηνοθεσίας από την ίδια την ΕΛ.ΑΣ, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλής ο δράστης (και αρά να καταστεί πιο εύκολος στο λάθος), προκαλούν εύλογα τέτοια ερωτηματικά.
Κατ’ αρχάς η επικήρυξη των δραστών με 300.000 ευρώ και οι αναφορές στη Βουλή για αλλοδαπούς ποινικούς που απελευθερώθηκαν με ευνοϊκούς νόμους. Πολλοί από τους ερευνητές της υπόθεσης φαίνεται (;) ότι είχαν πεισθεί πως το έγκλημα προέρχεται από ομάδα ληστών, τους οποίους αναζητούσαν επί εβδομάδες σε εκατοντάδες σεσημασμένους και σε δεκάδες παλαιότερες ληστείες σε σπίτια. Ζητούσαν με διαρκή σήματα τους σε αστυνομικές υπηρεσίες τους φακέλους πολλών παρόμοιων εγκληματικών ενεργειών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η σύλληψη με ειδική επιχείρηση στον Έβρο και μεταφορά στην Αθήνα Γεωργιανού σεσημασμένου διαρρήκτη, τον οποίο θεωρούσαν ύποπτο για την δολοφονία. Παράλληλα, είχαν αποστείλει σε σωφρονιστικά καταστήματα αιτήματα για τις λίστες αποφυλακισθέντων, προκειμένου να εντοπίσουν σε αυτές τους «αδίστακτους ληστές», όπως (φαίνεται ότι) πίστευαν.
Την επομένη της δολοφονίας της Καρολάιν και των δηλώσεων του πιλότου στα Μ.Μ.Ε. – που σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης προκάλεσαν τουλάχιστον υποψίες, ως ψυχρές και υποκριτικές – αρμόδιοι παράγοντες διαχώριζαν πλήρως τη θέση τους, δηλώνοντας off the record στους ρεπόρτερ ότι «δεν υπάρχει καμία σκηνοθεσία και επικεντρωνόμαστε στην αναζήτηση των ληστών». Φυσικά, στην περίπτωση που υπήρχε εξ αρχής η πρόθεση να παρουσιαστεί στα μάτια του δράστη πειστικό το σενάριο του, δεν θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς.
Ομοίως, αναπτύχθηκε και ο ισχυρισμός ότι «υπάρχει πολυετής εμπειρία σε στελέχη της ΕΛ.ΑΣ που θα εντόπιζαν αμέσως αν ο Μπάμπης λέει ψέματα». Απόρροια αυτής της εικόνας που είχε δημιουργηθεί είναι ότι ο πιλότος δήλωνε σε δημόσιες τοποθετήσεις του ότι «έχω εμπιστοσύνη στα παιδιά της ΕΛ.ΑΣ με τα οποία συνεργαζόμαστε», ενώ το πιο ενδεικτικό απ’ όλα είναι ότι ο ίδιος είχε πιστέψει ότι τους παραπλάνησε, καθώς φέρεται να ζήτησε συγνώμη «για τα ψέματα που σας είπα» κατά την απολογία του!
Γενικώς υπήρξε μια επιμονή στην εκδοχή της ληστείας, πραγματική ή όχι, ίσως δεν μάθουμε ποτέ. Παρότι οι μαρτυρίες του Μπάμπη δεν συμβάδιζαν με τα ευρήματα στο σπίτι και τίποτε απολύτως δεν υποδήλωνε την παρουσία τρίτων σε αυτό τη νύχτα του εγκλήματος, η εκδοχή των… «πανέξυπνων ληστών» έμοιαζε να είναι δημοφιλής στα γραφεία της Κατεχάκη.
Μπορεί η μέθοδος της «ισ’ άτοπον απαγωγής» να αναδείξει κατηγορούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις; Όχι, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε ψυχοφθόρα ανάκριση του με στόχο την ομολογία. Όπως έχουν εκμυστηρευτεί σε αστυνομικούς ρεπόρτερ πρώην και νυν στελέχη της ΕΛ.ΑΣ, κάποιοι αρμόδιοι αστυνομικοί, που έχουν μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση τέτοιων υποθέσεων, θα μπορούσαν εύκολα, σε διάφορες φάσεις της έρευνας, να κάνουν τον πιλότο να «σπάσει». Αρκεί βέβαια να πίστευαν ότι είναι αυτός ο ένοχος. Το ότι αυτό συνέβη με 37 ημέρες καθυστέρηση και αφού πρώτα του επέτρεξαν να πάει στο τρισάγιο για την Καρολάιν στην Αλόννησο (!!!), σημαίνει ενδεχομένως ότι έως τότε δεν το… πίστευαν. Ή ότι η πίεση που δημιουργούσε η κοινή γνώμη λόγω της μη εξιχνίασης της δολοφονίας Καραϊβάζ εμπόδιζε τις αρχές να εφαρμόσουν μια πιο επιθετική τακτική με τον πιλότο από την αρχή. Γιατί αν το 1% του να μην ήταν αυτός ο δολοφόνος έβγαινε αληθινό και εκείνοι τον είχαν ήδη στοχοποιήσει τότε οι αξιωματικοί της υπόθεσης θα έπαιζαν τη θέση και το κεφάλι τους.
Ήταν τελικά τόσο καθοριστικά τα πορίσματα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ για την εξιχνίαση του πολύκροτου εγκλήματος ή οι ερευνητές περίμεναν απλώς να ολοκληρωθεί το μωσαϊκό με τα επιβαρυντικά στοιχεία ώστε να κατηγορηθεί ο πιλότος;
Το πρώτο σενάριο είναι με μια λέξη… ανατριχιαστικό, διότι σημαίνει πως αν είχε φροντίσει ο δράστης να εξαφανίσει τα ψηφιακά πειστήρια από το κινητό του και το smart watch της Καρολάιν, ενδεχομένως να κυκλοφορούσε «εσαεί» ανάμεσα μας…