O Στεφάνος Τσιτσιπάς έχει αποδείξει ότι το «φιλτράρισμα» δεν είναι το φόρτε του όταν μπαίνει στη διαδικασία να χρησιμοποιήσει τους λογαριασμούς του στα social media.
Και αν για την επίδειξη της ψυχικής διάθεσής του στο Ντουμπάι ή της εκπεφρασμένης επιθυμίας του να «έρθουν τα Harrod’s στην Ελλάδα», δεν τρέχει, μεταξύ μας, κάστανο – όσοι τον περιμένουν στη γωνία για τέτοια «ανάλαφρα» post έχω την αίσθηση ότι λησμονούν τεχνηέντως ότι αφενός δεν γεννήθηκε πλουσιόπαιδο, αφετέρου η οικογένεια του ρίσκαρε το βιοπορισμό της επενδύοντας πάνω στις ατελείωτες ώρες δουλειάς του Στέφανου – η θέση που εξέφρασε για τα εμβόλια κατά της Covid-19 είναι κάτι πολύ περισσότερο από ανάλαφρες: απερίσκεπτες και επικίνδυνες.
Επικίνδυνες γιατί προέρχονται από έναν top αθλητή σε παγκόσμιο επίπεδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο επιρροής κυρίως στις νέες γενιές (η είδηση έπαιξε φυσικά σε πληθώρα μεγάλων ειδησεογραφικών δικτύων του κόσμου, από CNN έως το Skysports). Ο Τσιτσιπάς ασφαλώς δεν μπορεί να κριθεί με τα μέτρα και σταθμά ενός μέσω ανθρώπου. Βρίσκεται κυριολεκτικά σε άλλη «διάσταση», διαρκώς με μια βαλίτσα στο χέρι, μοιράζεται το χρόνο του σε αεροπλάνα, ξενοδοχεία και κορτ, ανταγωνίζεται τους τρεις καλύτερους όλων των εποχών στο είδος του και όταν ξεκλέβει λίγο χρόνο ξεκούρασης η βάση του για να τον ξοδέψει είναι το Μονακό.
Ο καθένας από μας θα μπορούσε υπό τέτοιες συνθήκες να είναι υπεράνω κοινών, καθημερινών, προβλημάτων, να μένει «ανέγγιχτος» από σκοτούρες ρουτίνας. Κανείς μας όμως δεν θα είχε το «ηθικό» δικαίωμα να καταπιάνεται με τόσο απερίσκεπτο τρόπο με ένα πανανθρώπινο ζήτημα ατομικής και δημόσιας υγείας, δεδομένου του status του στον παγκόσμιο αθλητικό χάρτη.
Προφανώς άπτεται αποκλειστικά στη δική του κρίση το αν θα εμβολιαστεί ή όχι. Αλλά η δημόσια αμφισβήτηση της αναγκαιότητας των εμβολιασμών με ατάκες τύπου «ξέρω προσωπικά κάποιους ανθρώπους που είχαν παρενέργειες» ή «θέλω να δω μια καλύτερη εκδοχή του εμβολίου που να μας παρέχει πιο πολλά συν, παρά πλην», στερούνται εξ ολοκλήρου «κοινωνικής» υπευθυνότητας και ρίχνουν νερό στο μύλο του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Πόσο μάλλον το «είναι καλύτερο να νοσήσουμε οι νέοι για να χτίσουμε τείχος ανοσίας». Ισχυρισμός εντελώς ανυπόστατος, όπως εξήγησε με απόλυτα τεκμηριωμένο τρόπο και η πνευμονολόγος του νοσοκομείου «Σωτηρία», Ασημίνα Γκάγκα. Λέγοντας ότι ΜΟΝΟ τους τελευταίους τρεις μήνες και ΜΟΝΟ στο «Σωτηρία» νοσηλεύτηκαν με βαριά πνευμονία 229 νεαρά άτομα έως 29 χρονών και 9 εξ αυτών εισήχθησαν σε ΜΕΘ. Όπως επίσης και ότι στις ΗΠΑ έχουν χάσει τη ζωή τους από Covid-19 περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι κάτω των 30. Η επιστήμη έχει αποφανθεί προ πολλού και είναι περίεργο που δεν το γνωρίζει ο Στέφανος: ο καλύτερος τρόπος για να χτιστεί τείχος ανοσίας και να κινδυνέψουν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι είναι ο εμβολιασμός.
Με αυτές τις θέσεις το χειρότερο δεν είναι ότι ο Τσιτσιπάς έδωσε τροφή για σχόλια σε κάθε λογής «ψεκασμένους» αυτού του κόσμου. Αυτοί δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς να βάλουν νερό στο κρασί τους ούτε μετά από 5-6 lockdown. Ο αντίκτυπος όμως σε όσους ήταν αναποφάσιστοι, αναλογιζόμενοι τις πιθανές παρενέργειες, μπορεί να είναι κομβικός. Εύλογα προκύπτει η σκέψη: «αν ο Τσιτσιπάς που σε αυτό το επίπεδο έρχεται σε επαφή με τόσους γιατρούς, φοβάται να εμβολιαστεί κάτι παραπάνω θα ξέρει». Δεν θέλει μεγάλη φαντασία για να υποθέσουμε ότι τροφοδοτήθηκαν εκ νέου συνωμοτικά σενάρια πάνω στη λογική «κάτι μας κρύβουν».
Ευτυχώς η αντίδραση αρκετών Ελλήνων επιστημόνων ήταν άμεση. Ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκος Τζάνακης, έκανε την πιο ενδιαφέρουσα τοποθέτηση, τόσο από επιστημονικής, όσο και από κοινωνικής πλευράς. Ουσιαστικά προειδοποίησε τον Στέφανο ότι αν μολυνθεί θα μπορούσε δυνητικά να διακινδυνέψει την καριέρα του, καθώς η προσβολή κάποιου ζωτικού οργάνου με μακροχρόνιες συνέπειες αποτελεί μέρος της Covid απειλής. Και ακολούθως κάλεσε εμμέσως πλην σαφώς τους υπεύθυνους για την ανατροφή των παιδιών να τα μεγαλώνουν με τρόπο που αναπτύσσει τη «συναισθηματική ευφυία» και την «ενσυναίσθηση».
Ως συναισθηματική ευφυία ορίζεται «η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει τα δικά του καθώς και τα συναισθήματα των άλλων, να κάνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων και να χρησιμοποιεί τη συναισθηματική πληροφορία ως οδηγό σκέψης και συμπεριφοράς».
Άρα ο καθηγητής είπε με δύο φράσεις πάρα πολλά.
Θα μπορούσε και να ισχυριστεί ότι για ζητήματα που είναι εντελώς «ξένα» με το αντικείμενό σου, το «λακωνίζειν έστιν φιλοσοφείν» δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.
Αλλά μάλλον δεν ήθελε να γίνει αγενής…