Η διαφορά με όσους είχαν: Πόσα αντισώματα αναπτύσσει κάποιος που δεν είχε παρενέργειες μετά το εμβόλιο

Το τέλος ενός αστικού μύθου

«Παραδοσιακά» στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το «παίζουμε»… γιατροί. Και δεν μιλάμε βέβαια για το παιδικό παιχνίδι, αλλά για την τάση που υπάρχει να προσπαθούμε να εξηγήσουμε και να αντιληφθούμε πράγματα με τον δικό μας τρόπο, ακόμη κι αν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για την συγκεκριμένη επιστήμη. Έτσι, για παράδειγμα, σπεύδουμε να προτείνουμε μέχρι και φάρμακα επειδή «ένας γνωστός είχε κι αυτός τα συμπτώματα και πήρε το τάδε σκεύασμα» ή διότι «εγώ αυτό πήρα και σώθηκα, μην ακούς τους γιατρούς», όπως χαρακτηριστικά συχνά ακούμε γύρω μας από άσχετους «σχετικούς».

Με τον κορωνοϊό το κακό παράγινε και η κατάσταση ξέφυγε, ιδιαίτερα με τα εμβόλια όπου πλέον ΟΛΟΙ μας ανεξαιρέτως έχουμε άποψη, ξεκινώντας από αθώα συμπεράσματα και καταλήγοντας σε πομπώδεις αφορισμούς και υπερβολές άνευ προηγουμένου που ξεστομίζουν μέλη των απανταχού κινημάτων «εντιεμβολιαστών». Εκεί, δηλαδή, που υπάρχει ένα συνονθύλευμα ανθρώπων που ξεκινούν από διαφορετική ιδεολογική βάση, αλλά καταλήγουν να δημιουργούν ένα «παλαβό» κοινό μέτωπο στο οποίο βρίσκεις θρησκόληπτους που δεν θέλουν το «χάραγμα», «ειδήμονες» που θεωρούν ότι τα εμβόλια δεν έχουν δοκιμαστεί αρκετά, «απογόνους» του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα που δεν θέλουν να «αλλοιωθεί το dna τους», αναρχικούς που θεωρούν ότι όλο αυτό είναι ένα σχέδιο καταστολής και περιορισμού των ελευθεριών και άλλα στοιχεία που έχουν πειστεί ότι η νέα τάξη πραγμάτων μέσω των εμβολίων ελέγχει τον παγκόσμιο πληθυσμό.

Για την ώρα αφήνουμε στην άκρη αυτούς της δεύτερης κατηγορίας και επικεντρωνόμαστε στις καθαρά αθώες παρατηρήσεις που αναφέρονται στις παρενέργειες των εμβολίων και κατά πόσο η έντασή του συνδέεται και με την αποτελεσματικότητα. Με λίγα λόγια, αν ισχύει ο αστικός μύθος που θέλει τα περισσότερα και εντονότερα συμπτώματα να αποτελούν ένδειξη ότι το εμβόλιο λειτουργεί και αποδίδει καλύτερα μέσω της ανάπτυξης αντισωμάτων.

Σε αυτό το ερώτημα έρχεται να απαντήσει έρευνα για τις ανάγκες της οποίας συνεργάστηκαν τρία ιδρύματα του Μέριλαντ. Υπό εξέταση τέθηκαν 271 άτομα τα οποία είχαν λάβει και τις δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer/BioNTech, με την ομάδα των επιστημόνων να καταγράφει λεπτομερώς τις παρατηρήσεις της μετά την χορήγηση κάθε δόσης και ακολούθως να τις συσχετίζει με το εύρος των αντισωμάτων που αναπτύχθηκαν σε κάθε οργανισμό ώστε να επιβεβαιώσει ή να καταρρίψει τον αστικό μύθο που υποστηρίζει ότι «όσο περισσότερα τόσο καλύτερα».

Στα 206 από τα 271 άτομα που συμμετείχαν στην μελέτη δεν παρατηρήθηκε κάποιος συσχετισμός ανάμεσα στην σοβαρότητα των συμπτωμάτων και των παρενεργειών και στην παραγωγή αντισωμάτων, όπως αυτή φαίνεται από την ανοσοσφαιρίνη (IgG),  είτε ο έλεγχος αφορούσε την πρώτη είτε την δεύτερη δόση, αφού τα αποτελέσματα έδειξαν ξεκάθαρα ότι και εκείνοι που είχαν πολλές παρενέργειες και εκείνοι που είχαν λίγες ή και καθόλου, εμφάνισαν παρόμοια επίπεδα ανοσοσφαιρίνης, όπως και αντισωμάτων, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες που διαφέρουν από υποκείμενο σε υποκείμενο, όπως για παράδειγμα το φύλο, η ηλικία, το βάρος και άλλα.

Μάλιστα η κατακλείδα της έρευνας, έτσι όπως διατυπώνεται από τους ίδιους τους επιστήμονες που την πραγματοποίησαν, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας και ουσιαστικά κλείνει κάθε διάλογο επί του θέματος. «Δεν βρήκαμε καμία συσχέτιση μεταξύ των συμπτωμάτων που αναπτύσσονται μετά τον εμβολιασμό κατά της νόσου COVID-19 και των αντισωμάτων που δημιουργούνται κατά του SARS-CoV- 2», υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πάντως ότι παρατηρήθηκε ότι οι παρενέργειες ήταν σοβαρότερες σε γυναίκες, σε σχέση με τους άντρες, ενώ η έρευνα κατέληξε σε ακόμη δύο συμπεράσματα.

Το πρώτο είναι ότι τα συμπτώματα μετά την δεύτερη δόση είναι τις περισσότερες φορές πιο έντονα και το δεύτερο εύρημα είναι ότι τα άτομα που εμφάνισαν προβλήματα μετά την πρώτη δόση είχαν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν σημαντικές παρενέργειες και μετά την δεύτερη δόση.