Το φάουλ της Ολλανδής δημοσιογράφου...

Αν είναι να ανοίξουμε όντως τη συζήτηση για το πως πρέπει να είναι η δημοσιογραφία, ας το κάνουμε στα σοβαρά.

Η στιχομυθία που είχε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τη δημοσιογράφο από την Ολλανδία, περιστατικό που αποτελεί βασικό ζήτημα της επικαιρότητας από τη στιγμή που έλαβε χώρα και μετά και έχει προκαλέσει ατέρμονους διαλόγους στη δημόσια σφαίρα, είναι ένα γεγονός με πολλαπλές διαστάσεις. Αυτονόητα, ο καθένας επικεντρώνεται στην οπτική γωνία που τον ενδιαφέρει και προσεγγίζει το ζήτημα από αυτή την οπτική.

Αναμφίβολα, μια από τις βασικές πτυχές του περιστατικού έχει να κάνει με τη φύση της δημοσιογραφίας, το πως αυτή ασκείται στα μέρη μας και με δεδομένη την ασυνήθιστη για τα εν Ελλάδι μέτρα και σταθμά στάση της Ολλανδής δημοσιογράφου, το πως είναι ενδεδειγμένο να ασκείται. Η αντίδραση του πρωθυπουργού φανερώνει μια αμηχανία απέναντι στην πιθανότητα μιας επιθετικής ερώτησης. Αναδεικνύει και μια αμηχανία για τα καθ’ ημάς: λείπουν από την ελληνική δημοσιογραφία οι πραγματικά επιθετικές φωνές απέναντι στην εξουσία (όποιο χρώμα και αν κατά καιρούς κουβαλάει αυτή).

Όμως αν είναι να ανοίξουμε στα σοβαρά αυτή τη συζήτηση, αυτή που έχει να κάνει με το τι συνιστά ουσιαστική δημοσιογραφία, μάλλον θα πρέπει να το κάνουμε εξετάζοντας κάθε πτυχή της και όχι απλά να την ανοίξουμε στο πόδι – το επιβάλει άλλωστε η ίδια η σημασία του θέματος και στις αστικές δημοκρατίες ο τρόπος που η δημοσιογραφία επιτελεί το καθήκον της άσκησης κριτικής στην εξουσία είναι πράγματι, ένα θέμα μεγάλης σημασίας.

Η θρυλική φράση του Τζορτζ Όργουελ πως «δημοσιογραφία είναι να αναδεικνύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν, τα υπόλοιπα είναι δημόσιες σχέσεις» είναι δίχως αμφιβολία ο οδηγός συναναστροφής κάθε δημοσιογράφου που σέβεται τον εαυτό του με κάθε πολιτικό. Όμως αυτός ο κανόνας συνοδεύεται και από έναν έτερο κανόνα: η προσωπική θέση του δημοσιογράφου και η ανάδειξη της αλήθειας είναι δυο διαφορετικές διαδικασίες, που δεν πρέπει ποτέ να ενοποιούνται. Διότι αν δεν είναι διακριτές, η έννοια της αλήθειας σχετικοποιείται και ταυτίζεται με την έννοια της θέσης. Εδώ έγκειται και το βασικό «φάουλ» της δημοσιογράφου από την Ολλανδία.

Είναι προφανές πως από τις εμπειρίες της και τα ρεπορτάζ της, η Ολλανδή δημοσιογράφος έχει και τις δικές της θέσεις, τις δικές της πολιτικές απόψεις. Αλλά είναι μόνο τα δεδομένα, τα στοιχεία και τα αποτελέσματα της έρευνας ή των πληροφοριών της που οφείλουν να στοιχειοθετούν τις ερωτήσεις που απευθύνει. Η συγκεκριμένη ωστόσο δεν έκανε αυτό. Αντίθετα, ανέπτυξε μια ολόκληρη πολιτική θέση, επιχείρησε περισσότερο να αντιπαρατεθεί πολιτικά με τον Μητσοτάκη και λιγότερο να του κάνει ένα άβολο ερώτημα. Για την ακρίβεια, ενδιαφέρθηκε να τον αποδομήσει πολιτικά και απλά συνόδευσε αυτή την προσπάθεια με μια ερώτηση.

Όσο άδικο και αν είναι, παραμένει αληθές: η δημοσιογραφία που ενδιαφέρεται πρωτίστως να κάνει πολιτική στρώνει το χαλί σε μια δημοσιογραφία ποδηγετημένη από την πολιτική. Και με δεδομένο αυτό, η αντικυβερνητική άσκηση πολιτικής από τη δημοσιογραφία είναι η ανάποδη όψη στο νόμισμα σε σχέση με την κυβερνητική δημοσιογραφία. Είναι δυο πτυχές που αλληλοτροφοδοτούνται. Μακάρι, η διάθεση της Ολλανδής δημοσιογράφου απέναντι στον Μητσοτάκη να εμπνεύσει ανθρώπους που ασχολούνται με τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Όμως, μόνο αυτό πρέπει να κρατηθεί: η διάθεσή της. Διότι η μορφή της άσκησης δημοσιογραφίας από πλευράς της, χρειάζεται ακόμα λίγη δουλειά.