Ποτέ άλλοτε από την πλήρη ηλεκτροδότηση της χώρας τη δεκαετία του ’60 ο λογαριασμός του ρεύματος δεν απασχόλησε τόσο πολύ τόσο πολλά ελληνικά νοικοκυριά.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 2021, οι τιμές στη λεγόμενη «προ-ημερήσια» χονδρική αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος έσπασαν το φράγμα των 400 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην Ευρώπη – καταγράφοντας ετήσια αύξηση άνω του 200% – ύστερα από μια μακρά ανοδική πορεία που ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου, σηματοδοτώντας την κορύφωση της μεγάλης ενεργειακής κρίσης του 2021.
Από το Νοέμβριο, οι καταναλωτές στην Ελλάδα είχαν δει πλέον τις επιπτώσεις να καταγράφονται στους λογαριασμούς τους σημειώνοντας αυξήσεις της τάξης του 96% για τα νοικοκυριά – και πολλαπλάσιες για τις επιχειρήσεις – σε σχέση με την περσινή χρονιά.
Η ανησυχία για τις επιπτώσεις κατέλαβε τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Ευρώπης, πυροδοτώντας μια σειρά συζητήσεων για την αγορά ενέργειας και τους όρους της σταδιακής απαγκίστρωσης από τα ορυκτά καύσιμα.
Η ευθύνη αποδόθηκε ευρέως στη μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί τον βασικό προμηθευτή της Γηραιάς Ηπείρου. Η δε εικόνα της αγοράς, όπως αποτυπώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, έδειχνε ότι όλη η ήπειρος μαστίζεται από τις αυξήσεις στην προ-ημερήσια αγορά.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, είχε κάνει λόγο για ένα «κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα» που καλούσε σε «κοινά αποδεκτές αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ» και στις αρχές Οκτωβρίου απέστειλε με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα στην ηγεσία του Eurogroup μια επιστολή με την οποία ζητούσε τη θέσπιση ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης των καταναλωτών που θα επιδοτούσε τους λογαριασμούς του ρεύματος, προκειμένου να περιοριστούν οι αυξήσεις. Μια πρώτη εκδοχή ενός τέτοιου μηχανισμού θεσπίστηκε μονομερώς από την ελληνική κυβέρνηση (άρθρο 61 στον νόμο 4839/2021), αλλά μέχρι τώρα φαίνεται να απορροφά πολύ μικρό μέρος του αυξημένου κόστους.
Για την ενεργειακή κρίση του 2021 πράγματι, ο περιορισμός της προσφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία είναι καθοριστικός παράγοντας, αλλά σε έρευνα που πραγματοποίησε η Deutsche Welle, οι ειδικοί παρέθεσαν τουλάχιστον 15 άλλες αιτίες που στον συνδυασμό τους διαμορφώνουν την παρούσα εκρηκτική κατάσταση. Η ανοδική κούρσα της τιμής των CO2, η ραγδαία αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου, λόγω του δριμύτερου χειμώνα 2020-21, της σταδιακής κατάργησης του λιγνίτη και της κακής χρονιάς στην αιολική παραγωγή. Σημαντικός λόγος για την εκτόξευση των τιμών είναι επίσης οι εμπορικοί τακτικισμοί στρατηγικών προμηθευτών της Ε.Ε., που εκμεταλλεύονται την εθελούσια κατάρρευση της εγχώριας παραγωγής και την πανηγυρική αποτυχία της ευρωπαϊκής στρατηγικής διαφοροποίησης πηγών και οδεύσεων.
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξε τα εγγενή δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού, η ρίζα των οποίων βρίσκεται στον τρόπο απελευθέρωσής της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μέσω ενός μοντέλου παράλληλης διατήρησης του μονοπωλιακού ρυθμιστικού πλαισίου. Ένα μοντέλο μεγάλων αβεβαιοτήτων για παραγωγούς και καταναλωτές, πολύπλοκο και στρεβλό, με αφανή μέχρι πρότινος κόστη για τους καταναλωτές, αφού μεταφέρονταν με σειρά υπουργικών αποφάσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων στη ΔΕΗ, η οποία στήριζε ακόμη την παραγωγή της στον φθηνό λιγνίτη που δεν είχε επιβαρύνσεις CO2.
Αν και το πλεονέκτημα του φθηνού λιγνίτη χάθηκε οριστικά από το 2013, η Ελλάδα δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της, με αποτέλεσμα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας να οδηγείται με καθυστέρηση και βίαια στην απόσυρσή του, χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες εφεδρείες από εναλλακτικά καύσιμα για την κάλυψη αιχμών σε περιόδους υψηλής ζήτησης, αφού το πλαίσιο λειτουργίας δεν δημιούργησε κίνητρα για νέες μονάδες φυσικού αερίου. Έτσι, σε καθημερινή βάση η κάλυψη των αποκλίσεων από την ευμετάβλητη παραγωγή των ΑΠΕ καλύπτεται από περιορισμένες ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, ενός ολιγοπωλίου που απαρτίζεται από τρεις ιδιωτικούς ομίλους και τη ΔΕΗ.
Οι year-to-date τιμές (η μέση τιμή στο διάστημα ενός έτους) δείχνουν ότι η Ελλάδα κατέχει τη σταθερή, ακατέβατη πρωτιά πανευρωπαϊκά σε ακρίβεια ή πιο απλά το μέσο κόστος της ηλεκτρικής μεγαβατώρας στην προ-ημερήσια αγορά για το τελευταίο έτος ήταν υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 18 ενεργοί πάροχοι και περισσότερα από 75 διαφορετικά οικιακά τιμολόγια. Οι διαφορές τους είναι μικρές και καλά «κρυμμένες» σε άρθρα πολυσέλιδων συμβάσεων γραμμένα με κυριολεκτικά ψιλά γράμματα και σε αλγορίθμους, κατανοητούς μόνο από εκείνους που τους έφτιαξαν. Και αν η επιλογή παρόχου ή η άγνοια του τι πληρώνουμε κάθε μήνα ή κάθε δίμηνο σε εποχές κανονικές δεν είχε μεγάλη σημασία, σε περιόδους ενεργειακής κρίσης, όπως η τρέχουσα, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημά μας.
Η χρέωση που έχει εκτινάξει από τον Αύγουστο και μετά στα ύψη το τελικό ποσό που πληρώνουν για ρεύμα οι καταναλωτές στην Ελλάδα είναι η λεγόμενη «Ρήτρα Αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας». Συχνά δεν αναφέρεται καν ως ρήτρα αναπροσαρμογής αλλά παραπέμπει σε κάποιο άρθρο της σύμβασης που υπέγραψε με τον πάροχο ο καταναλωτής, ο οποίος έκπληκτος ανακαλύπτει αναδρομικά πόσο σημαντικά είναι τα ψιλά γράμματα. Πέρυσι που η χονδρεμπορική τιμή ήταν στα 40 ευρώ η μεγαβατώρα κανείς δεν έδινε σημασία σε αυτή την κρίσιμη γραμμή του τιμολογίου. Φέτος, που η χονδρεμπορική τιμή έχει εκτοξευθεί σε τιμές σταθερά άνω των 200 ευρώ (το Δεκέμβριο χτύπησε «κόκκινο», σκαρφαλώνοντας στα 416€!) έχει καταστεί το πιο μεγάλο ποσό του λογαριασμού. Την εφαρμόζουν όλοι οι ιδιώτες πάροχοι και από τον περασμένο Αύγουστο και η ΔΕΗ (με εξαίρεση τα σταθερά τιμολόγια).
Με την ενεργοποίησή της οι πάροχοι μετακυλίουν στην κατανάλωση τις αυξήσεις του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και αντιστοίχως τις μειώσεις. Η δεύτερη αυτή εκδοχή είναι κυρίως θεωρητική, αφού συμβαίνει οι πάροχοι να θέτουν κατώτατα όρια ενεργοποίησης που δεν ανταποκρίνονται στις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς, αλλά και όταν αυτό συμβαίνει, όπως για παράδειγμα την περίοδο του lockdown πέρυσι με την κατάρρευση των τιμών του φυσικού αερίου και των ρύπων, η ρήτρα αντί για μειώσεις στους καταναλωτές ενίσχυσε τα περιθώρια κέρδους των παρόχων. Αντιθέτως, σε περιόδους μεγάλης ανόδου του κόστους προμήθειας όπως η τρέχουσα, η ρήτρα ενεργοποιείται άμεσα μεταφέροντας το σύνολο των αυξήσεων στους καταναλωτές. Αυτός είναι ο λόγος που οι ρήτρες αναπροσαρμογής έγιναν τους τελευταίους μήνες ευρέως γνωστές, εκπλήσσοντας δυσάρεστα τους καταναλωτές.
Οι προμηθευτές ρεύματος στην Ελλάδα μετακυλίουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής όχι απλώς το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής τιμής αλλά και τις προσαυξήσεις που διαμορφώνουν το τελικό κόστος της ενέργειας που αγοράζουν οι ίδιοι για τους πελάτες τους. Οι προσαυξήσεις αυτές είναι ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση ανησυχεί πια ιδιαίτερα για την μελλοντική πτώση της απήχησής της σε δημοσκοπικό επίπεδο. Το Νοέμβριο, για παράδειγμα, το τελικό κόστος εκκαθάρισης της αγοράς έφτασε στα 295,93 ευρώ η μεγαβατώρα από τα 229 ευρώ της χονδρεμπορικής τιμής και το Δεκέμβριο στα 316,4 ευρώ από τα 235 ευρώ. Οι προσαυξήσεις με κωδικούς ΛΠ1, ΛΠ2, ΛΠ3 αντανακλούν κόστη που είτε έχουν να κάνουν με απώλειες του συστήματος μεταφοράς και διανομής, που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αφορούν ρευματοκλοπές (τη λυπητερή από τους μπαταχτσήδες δεν την επωμίζονται οι εταιρίες, αλλά πάλι οι καταναλωτές), είτε την έλλειψη ευέλικτης ισχύος και εφεδρειών της αγοράς, αποτέλεσμα της έλλειψης ενός μακροχρόνιου ρεαλιστικού σχεδιασμού, παράγοντες για τους οποίους δεν ευθύνεται ο καταναλωτής που καλείται να πληρώσει.
Το Νοέμβριο οι καταναλωτές πλήρωσαν τον κωδικό ΛΠ1 που αντιστοιχεί σε απώλειες του συστήματος (Υψηλή Τάση) 7,97 ευρώ η μεγαβατώρα. Τον κωδικό ΛΠ2 που αντιστοιχεί σε κόστη για τη διαθέσιμη από τους παραγωγούς εφεδρεία του συστήματος, 2,08 ευρώ η μεγαβατώρα και για τον Κωδικό ΛΠ3 που αντιστοιχεί στο κόστος για την αγορά εξισορρόπησης, 5,50 ευρώ η μεγαβατώρα. Ασύλληπτο για ευρωπαϊκή χώρα είναι δε το κόστος για τις απώλειες δικτύου, κοινώς ρευματοκλοπές, το οποίο ακολουθεί τη διακύμανση της λιανικής τιμής και τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 35 ευρώ η μεγαβατώρα, από 10-12 ευρώ η μεγαβατώρα προ κρίσης, μόλις δηλαδή 4 ευρώ χαμηλότερα από την κρατική επιδότηση.
Το μηνιαίο επιπλέον κόστος για ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 600 κιλοβατωρών μόνο για το ρεύμα και όχι για το σύνολο του λογαριασμού, υπολογίζεται για τον Νοέμβριο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, περί τα 80 ευρώ μετά την αφαίρεση της κρατικής επιδότησης των 39 ευρώ. Χωρίς την επιδότηση δηλαδή ο καταναλωτής θα πλήρωνε παραπάνω 119 ευρώ. Τον Δεκέμβριο, με την εκτίναξη της χονδρεμπορικής τιμής από τα 229 ευρώ/μεγαβατώρα του Νοεμβρίου στα 235 ευρώ/μεγαβατώρα, το επιπλέον κόστος για την ίδια κατανάλωση ρεύματος φτάνει στα 100 ευρώ μετά την επιδότηση. Τα νούμερα μάλιστα είναι συντηρητικά, αφού αναφέρονται σε καταναλώσεις της τάξης των 600 κιλοβατωρών τον μήνα, που σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς θεωρούνται χαμηλές για τους χειμερινούς μήνες που πολλά νοικοκυριά κάνουν χρήση ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση. Οι υψηλές εξάλλου καταναλώσεις του προηγούμενου διμήνου, λόγω θέρμανσης, είναι ο βασικός λόγος που φουσκώνουν οι λογαριασμοί του Ιανουαρίου.
Ο ετεροχρονισμός των χρεώσεων μεταφέρει για τους επόμενους μήνες τις μεγάλες επιβαρύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να οπλιστούν με ψυχραιμία διότι θα συνεχίσουν να παραλαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς μέχρι και το Μάρτιο που θα εκκαθαριστούν πλήρως οι τριμηνιαίες καταναλώσεις από τον Νοέμβριο και μετά, ανεξάρτητα από το κατά πόσον θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση που εμφανίζει η χονδρεμπορική τιμή τον Ιανουάριο. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση προχώρησε στην παράταση των μέτρων στήριξης για τον Ιανουάριο, επιδοτώντας τα οικιακά τιμολόγια για την πρώτη κατοικία με το συνολικό ποσό των 157 εκατ. ευρώ.
Τα επιπλέον προαναφερόμενα αυτά κόστη δεν συνδέονται με τους εξωγενείς παράγοντες (φυσικό αέριο και CO2) που οδηγούν την κούρσα των ανατιμήσεων, αλλά με δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς, η οποία κρατάει σταθερά τα σκήπτρα της ακριβότερης ευρωπαϊκής αγοράς. Μόνο η Ελβετία την ξεπερνάει ανά περιόδους, όπου όλοι όμως γνωρίζουν το χάσμα στα επίπεδα βασικών μισθών και βιοτικού επιπέδου.
Η διαμόρφωση των τιμών ρεύματος τόσο στη χονδρεμπορική όσο και στη λιανική αγορά αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης για τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), το αποτέλεσμα της παρέμβασης της όμως είναι για την ώρα κατώτερο των προσδοκιών λόγω των αντιδράσεων των παρόχων. Η κυβέρνηση μελετά διαρκώς νέα μέτρα και τρόπους να απορροφηθεί ένα μέρος της τεράστιας πίεσης που δέχονται οι καταναλωτές, ενώ η Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε αυτεπάγγελτη έρευνα για τον εντοπισμό αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών στην αγορά της λιανικής λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.
Πηγές: Kathimerini, naftemporiki, reportersunited