Το τριπλό φάουλ του Σάκη Ρουβά...

Περί κόλασης ο λόγος

Ο σάλος που προκλήθηκε από τις δηλώσεις του Σάκη Ρουβά για τον Δημήτρη Λιγνάδη ήταν αναμενόμενος. Και βλέποντας τον χαμό που ακολούθησε, ο γνωστός τραγουδιστής προχώρησε σε νέα, διευκρινιστική τοποθέτηση, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύμα. Ένα καλό ερώτημα είναι το αν αυτό συνέβη επειδή όντως αντιλήφθηκε το «αμάρτημά» του ή αν έγινε προκειμένου να μην πληγεί περαιτέρω η εικόνα του.

Σε αυτό, όμως, την απάντηση για τα κίνητρα την γνωρίζει μόνο ο ίδιος και εμείς οι υπόλοιποι μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι το προφίλ του που με τόσο κόπο και αγώνα «χτίζει» όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από την δημόσια παρουσία του και τις επιλογές του, δέχθηκε ένα πρωτοφανές «χτύπημα», οπότε είναι πιθανό να μιλάμε απλά για ένα damage control και τίποτα περισσότερο.

Βέβαια, ένα τέτοιο συμπέρασμα χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες, θα ήταν μάλλον αυθαίρετο και ενδεχομένως θα αδικούσε τον καλλιτέχνη. Σίγουρα, πάντως, όχι τόσο όσο αδίκησε (πιθανότατα ακόμα και άθελά του) τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στο σύνολό τους –και όχι μόνο τα φερόμενα ως τέτοια στα χέρια του Δημήτρη Λιγνάδη.

Προφανώς ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος έξω από τον… χορό μπορεί να γνωρίζει λεπτομέρειες ή να κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Και επίσης είναι ξεκάθαρο ότι ο Σάκης Ρουβάς, μέχρι ενός σημείου, κατέθεσε την δική του. Μίλησε για την προσωπική εμπειρία από την προσωπική γνωριμία του με τον προφυλακισμένο σκηνοθέτη και μέχρι εδώ όλα καλά. Θα μπορούσε, στο ίδιο πλαίσιο, ακόμη και να καταθέσει υπέρ του στο δικαστήριο ως «μάρτυρας χαρακτήρα». Και πάλι δεν θα υπήρχε τίποτα μεμπτό στο να βγει και να πει ότι από την δική του τριβή και γνωριμία με τον κατηγορούμενο δεν προκύπτει αυτό το τρομερό κατηγορητήριο. Και –φυσικά- ουδείς θα είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει ότι ο ίδιος, όπως πιθανότατα και πολλοί άλλοι ακόμα, ευεργετήθηκε από την συνεργασία και την γενικότερη γνωριμία του με τον Λιγνάδη και τον κάθε Λιγνάδη αυτού του κόσμου.

Ποιο είναι, λοιπόν, το ατόπημα; Είναι εκείνη η αποστροφή των λόγων του όταν δήλωνε: «…Ένιωσα μεγάλη λύπη και στενοχώρια για τον άνθρωπο τον οποίο καταλάβαινα ότι βρίσκεται σε μια κόλαση» και λίγο παρακάτω όταν συμπλήρωνε: «…Είναι και μια τραγωδία για τους ανθρώπους που προφανώς πάσχουν από κάτι. Όπως τους ναρκομανείς τους αγκαλιάζουμε και τους φροντίζουμε, νομίζω ότι κι αυτό είναι μια παθολογία που χρήζει μιας θεραπείας». Το τρίτο και ίσως μεγαλύτερο «φάουλ», βέβαια, δεν ήταν άλλο από το «Φαντάζομαι ότι όλοι βάζουμε το χέρι μας για να μας συμβεί κάτι, όμως δεν μπορώ να τον κρίνω κιόλας»…

Όλα θα ήταν καλύτερα αν ο Σάκης Ρουβάς προτιμούσε να κρατήσει τόσο βαρύγδουπες λέξεις, όπως η «κόλαση» για τα θύματα βιασμών και σεξουαλικής κακοποίησης, αντί για τον (φερόμενο) ως δράστη τέτοιων συμπεριφορών.

Όλα, επίσης, θα ήταν καλύτερα αν ο Σάκης Ρουβάς προτιμούσε να αποφύγει την σύγκριση ενός ναρκομανή με έναν παιδόφιλο. Για τα άτομα που ζουν με τους δαίμονές τους ή προσπαθούν καθημερινά να τους νικήσουν είναι το λιγότερο προσβλητική η εξίσωση και η εξομοίωσή τους με ανθρώπους που οι ίδιοι λειτουργούν ως δαίμονες που ρουφούν παιδικές ψυχές και τους συμπεριφέρονται λες και είναι σκουπίδια.

Όσο για το τελευταίο, όλα θα ήταν καλύτερα εάν απέφευγε να υποβιβάσει αυτά τα γεγονότα στο επίπεδο ενός πραγματικού πλυντηρίου, με απόψεις σαν αυτήν που θέλει σε έναν βιασμό κάπου «όλοι μας να βάζουμε το χέρι μας για να συμβεί κάτι»… Από έναν άνθρωπο με την δική του διαδρομή σε έναν τόσο δύσκολο και ιδιότροπο χώρο όπως αυτόν του θεάματος, θα περίμενε κανείς κάτι καλύτερο. Από έναν άνθρωπο με το δικό του προφίλ «φιλανθρωπίας» μέσα από κάμποσες δράσεις, θα περίμενε κανείς ακόμη περισσότερα. Και –σημαντικότερο όλων- από έναν οικογενειάρχη και πατέρα θα περίμενε κανείς μεγαλύτερο σεβασμό στα θύματα. Παιδιά κάποιων ήταν και αυτά, Σάκη. Και σ’ αυτή την ιστορία από εκεί θα έπρεπε να αρχίζει και ενδεχομένως να καταλήγει κάθε συζήτηση.