Εφόσον παρακολουθείτε τηλεόραση ή διαβάζετε εφημερίδες, θα έχετε παρατηρήσει ότι το τελευταίο διάστημα έχουν περάσει σε πρώτο πλάνο τα προϊόντα στεγαστικής πίστης. Κι όπως πάντα, οι τράπεζες επιλέγουν διαφημιστικές καμπάνιες με μπόλικο συναίσθημα προκειμένου να πείσουν τους Έλληνες να καταφύγουν σε αυτές ώστε να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι.
Πριν τα μνημόνια, άλλωστε, η Ελλάδα ήταν από τις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, αφού το «να έχεις το δικό σου κεραμίδι» αποτελούσε προτεραιότητα. Τα πράγματα, όμως, μεταβλήθηκαν δραματικά την τελευταία δεκαετία, με τον τραπεζικό κλάδο να κλείνει την στρόφιγγα και την πρόσβαση στην χρηματοδότηση να μετατρέπεται σε άπιαστο όνειρο για όσους δεν διέθεταν επαρκές ρευστό. Ακόμη και σήμερα που πλέον επανήλθε σε κάποιο βαθμό η «κανονικότητα» (με εξαίρεση τους μισθούς) είναι πολλοί εκείνοι που συνεχίζουν για διάφορους λόγους να μην έχουν την δυνατότητα ή την επιθυμία μακροχρόνιου δανεισμού και μάλιστα για τα ποσά τα οποία απαιτούνται για την απόκτηση κατοικίας.
Σε αυτό το μερίδιο αγοράς που δείχνει να είναι αρκετά σημαντικό στοχεύει το νέο τραπεζικό προϊόν το οποίο δεν είναι άλλο από το γνωστό σε όλους μας leasing, που οι περισσότεροι το γνωρίζουμε από την χρήση του στον κλάδο του αυτοκινήτου, κατά κύριο λόγο. Πλέον, με τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, αυτή η δυνατότητα σύμβασης επεκτάθηκε και στα ακίνητα και αφορά και σε φυσικά πρόσωπα ενώ από το 1986 που εισήλθε στην καθημερινότητά μας μέχρι και πρόσφατα ήταν ένα προϊόν το οποίο απευθυνόταν αποκλειστικά σε επιχειρήσεις.
Παρά την θεαματική αύξηση στις χορηγήσεις, ιδίως μετά το 2019, ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων δεν προσφεύγει στο στεγαστικό δάνειο για πολλούς και διάφορους λόγους. Την ίδια ώρα όμως οι τιμές των ενοικίων συνεχίζουν να έχουν ανοδική τάση παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιοχές στην Αθήνα και στην επαρχία έχουν πιάσει ιστορικά υψηλά. Το leasing ακινήτων έρχεται να προστεθεί ως μια επιπλέον λύση και για αυτούς, ενώ θεωρείται ιδανικό για εκείνους που δεν έχουν εκείνο το 20% των κεφαλαίων που δεν καλύπτεται από τις τράπεζες στις περιπτώσεις δανείων όπου η χρηματοδότηση φτάνει μόνο στο 80% της αξίας του ακινήτου.
Με το leasing ο πιστωτής (χρηματοπιστωτικό ίδρυμα) και ο πελάτης συνάπτουν μία σύμβαση με την οποία ο δεύτερος καταβάλει ένα μηνιαίο ποσό έναντι μισθώματος για κάποιο ακίνητο. Η συγκεκριμένη σύμβαση έχει δεδομένη χρονική διάρκεια που μπορεί να ανανεωθεί μετά από κοινή επιθυμία των δύο πλευρών ή να τερματιστεί, ενώ στη λήξη της σύμβασης ή και νωρίτερα προβλέπεται και η δυνατότητα αποπληρωμής. Δηλαδή, με απλά λόγια, τράπεζα και πελάτης μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα εφάπαξ ποσό το οποίο εφόσον καταβληθεί καθιστά τον πελάτη ιδιοκτήτη του ακινήτου. Μέχρι να συμβεί αυτό, η κυριότητα παραμένει στο τραπεζικό ίδρυμα.
Το θετικό είναι ότι στην περίπτωση του leasing υπάρχει η δυνατότητα χρηματοδότησης στο 100% της αξίας του ακινήτου (σε αντίθεση με το 80% του στεγαστικού δανείου), ενώ στα υπέρ αυτής της λύσης συγκαταλέγεται και η αποφυγή της φουσκωμένης δόσης, αφού στις χρηματοδοτικές μισθώσεις δεν υπάρχει επιβάρυνση της εισφοράς του Ν. 128/75 που ανέρχεται σε 0,12% και –τέλος- δεν υπάρχει αυτή η μακροχρόνια δέσμευση και τα παρελκόμενά της. Εάν, δηλαδή, ο μισθωτής κάποια στιγμή δεν έχει την δυνατότητα να καταβάλει τις δόσεις του, λύεται η σύμβαση χωρίς να «κοκκινίζουν» δάνεια και να μπαίνει κόσμος στον «Τειρεσία», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις συναλλαγές του γενικότερα.
Εισφορές όπως αυτές του ΕΝΦΙΑ προφανώς βαραίνουν τον πελάτη, ενώ αναμένεται το επόμενο διάστημα να επιβεβαιωθεί ότι θα ισχύει και για τους ιδιώτες ό,τι και για τις επιχειρήσεις, δηλαδή ο πελάτης θα έχει την δυνατότητα με τη σειρά του να εκμισθώνει το ακίνητο σε τρίτους.