Ένα βήμα παραπέρα πηγαίνουν οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Γαλλίας, της χώρας δηλαδή που παραδοσιακά θεωρείται ο πιο κοντινός σύμμαχος της πατρίδας μας. Αυτοί οι δεσμοί φαίνονται από την σύσταση κιόλας του ελληνικού κράτους, αφού από τότε μαζί με την Αγγλία και την Ρωσία υπήρξε μία από τις λεγόμενες «προστάτιδες» δυνάμεις, στις οποίες ουσιαστικά οφείλουμε την επιτυχή κατάληξη της Επανάστασης του 1821. Μπορεί οι λόγοι εκείνης της συμμαχίας να ήταν σε μεγάλο βαθμό υστερόβουλοι, αλλά σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι τα συμφέροντά τους ταυτίστηκαν με τα δικά μας αποτέλεσε μια ιστορική συγκυρία την οποία εκμεταλλεύτηκε και η Ελλάδα.
Βέβαια κανείς δεν έχει την αφέλεια να θεωρεί τον 21ο αιώνα ότι μια απλή (έστω και μακραίωνη φιλία) είναι αρκετή για να χτιστούν τα θεμέλια μιας στρατιωτικής σχέσης, όπως μαρτυρούν και οι προσδοκίες πολλών για το «ξανθό γένος» και την υποτιθέμενη φιλελληνικής στάσης της Ρωσίας. Όμως στην περίπτωση της Ελλάδας και της Γαλλίας υπήρξε μια σειρά από συμπτώσεις που βοήθησαν να καταστεί σχεδόν συνείδηση ότι αυτές οι δύο χώρες πορεύονται πολύ συχνά μαζί.
Κάτι που φάνηκε τόσο τον 19ο αιώνα με την στήριξη των Γάλλων (και σε επίπεδο ηγεσίας και σε επίπεδο λαϊκής αλληλεγγύης) στην Επανάσταση και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Αργότερα ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η προσωπική φιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, με αεροπλάνο του οποίου έφτασε στην χώρα ο Έλληνας πολιτικός για να βάλει σε τάξη το χάος που άφησε η Χούντα το 1974, ενώ αυτή η σχέση διατηρήθηκε ιδιαίτερα ζεστή και μετέπειτα χάρη στους Ανδρέα Παπανδρέου και Φρανσουά Μιτεράν. Φυσικά, δεν ξεχνάμε ούτε την ελληνική καταγωγή του μετέπειτα προέδρου Νικολά Σαρκοζί, ενώ αργότερα έγινε ξεκάθαρο ότι τα δύο κράτη είχαν ισχυροποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις σχέσεις τους ώστε να μην έχει ιδιαίτερη σημασία το αν στην εξουσία υπήρχαν φιλικές και συγγενείς ιδεολογικά κυβερνήσεις.
Πλέον, σε αυτή τη νέα εποχή η σχέση έχει μπει σε νέα πορεία, στηριζόμενη πάντα στα κοινά συμφέροντα. Το τελευταίο διάστημα ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επιβεβαίωσαν αυτήν την κοινή στάση, με την Ελλάδα να προχωρά στην αγορά γαλλικών οπλικών συστημάτων, με τα υπερσύγχρονα μαχητικά αεροπλάνα τελευταίας τεχνολογίας Raffale και τις φρεγάτες με πλήρη εξοπλισμό αεράμυνας και ανθυποβρυχιακού πολέμου Belharra να ξεχωρίζουν.
Ουσιαστικά πρόκειται για τη συνέχεια μιας σειράς από βημάτων που άρχισαν το 2008 με την κοινή Διακήρυξη σχετικά με την άμυνα και την ασφάλεια, η οποία υπογράμμιζε τη θέληση των δυο χωρών να συνεισφέρουν από κοινού στην οικοδόμηση μιας ισχυρής και αυτόνομης Ευρώπης της Άμυνας και στην ενίσχυση της συνεργασίας τους στον επιχειρησιακό στρατιωτικό τομέα. Αργότερα προέκυψε η ελληνο-γαλλική Διακήρυξη σχετικά με τη Στρατηγική Εταιρική Σχέση, ενώ τον Ιούνιο του 2016 έπεσαν ξανά υπογραφές για τον σχετικό Οδικό Χάρτη, με την εργαλειοποίηση αυτής της κοινής πορείας, με αμοιβαία οφέλη και για τους δύο.
Όμως ο πλέον σημαντικός σταθμός στις σχέσεις Ελλάδας-Γαλλίας ήταν αυτός του 2021 όταν και Μητσοτάκης-Μακρόν υπέγραψαν μια συμφωνία, βήματα της οποίας είχαν υλοποιηθεί τους προηγούμενους 18 μήνες. Με αυτή την συμφωνία η Ελλάδα μπορεί να νιώθει λίγο πιο ήρεμη (όσο κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει πάντα δύσκολα σε αυτή την γειτονιά του πλανήτη) όχι μόνο επειδή εξοπλίστηκε σε αέρα και θάλασσα αποκτώντας τεράστιο στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Το κυρίαρχο στοιχείο της Συμφωνίας είναι εκείνο που συναντά κανείς στο Άρθρο 2. Εκεί, δηλαδή, όπου ξεκαθαρίζεται ρητά ότι θα υπάρξει άμεση στρατιωτική παρέμβαση της Γαλλίας (αλλά και το αντίστροφο) στην περίπτωση που η Ελλάδα (ή η Γαλλία από την άλλη πλευρά) δεχθεί επίθεση από άλλο κράτος. Μάλιστα, αυτό το στρατηγικό Σύμφωνο παραμένει ενεργό και σε ισχύ, ακόμη κι αν αυτή η επίθεση εκδηλωθεί από κράτος που θεωρείται σύμμαχος… Κι επειδή φαντάζει κάπως δύσκολο να δει κανείς εφαρμογή της Συμφωνίας σε άλλη περίπτωση στο γεωστρατηγικό περιβάλλον που ζούμε, ουσιαστικά μιλάμε για ένα άρθρο που «φωτογραφίζει» την απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες τα δύο κράτη ανήκουν στο ΝΑΤΟ.
Στο περίφημο Άρθρο 2 αναφέρεται επί λέξει: «Τα Μέρη (σ.σ Ελλάδα και Γασλλία) παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», ενώ στο Άρθρο 3 τονίζεται ότι ενώ το ΝΑΤΟ αναγνωρίζεται ως το «θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας, συνεχίζουν να ενισχύουν την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε., η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μίας Πολιτικής Άμυνας της Ένωσης».