Αν και η 73η θέση της Αθήνας στην σχετική λίστα με τις πόλεις με την καλύτερη ποιότητα ζωής δεν μοιάζει ιδιαίτερα υψηλή, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με την 92η που ήταν η αμέσως προηγούμενη που κατείχε η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Η κατάταξη αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προκύπτει από το Economist Intelligence Unit, δηλαδή ένα συγκεκριμένο τμήμα του Ομίλου Economist το οποίο αναλύει στοιχεία και δεδομένα στην βάση ορισμένων «πυλώνων». Χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα «εργαλεία» ποσοτικοποιεί πέντε κατηγορίες από τις οποίες βγαίνει και το αποτέλεσμα.
Έτσι αναλύονται τομείς όπως «πολιτισμός και περιβάλλον», «εκπαίδευση», «υγειονομική περίθαλψη», «υποδομές» και «σταθερότητα» και από τα μαθηματικά μοντέλα εξάγεται ένας δείκτης με βάση τον οποίο κατατάσσονται οι 172 πόλεις σε όλον τον κόσμο που συμμετέχουν στην έρευνα.
Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη η Αθήνα καταλαμβάνει την 73η θέση, σημειώνοντας αξιοσημείωτη άνοδο 19 θέσεων σε σχέση με την περασμένη μέτρηση, ενώ η γειτονική Κωνσταντινούπολη είναι στην τελευταία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Αντίστοιχα καθοδική πορεία έχουν η Μόσχα και η Αγία Πετρούπολη με τον λόγο να είναι προφανής (ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), ενώ για την φετινή χρονιά δεν περιλαμβάνεται το Κίεβο, το οποίο πάντως από το 2014 μονίμως βρισκόταν σε μία από τις δύο τελευταίες θέσεις, πριν καν ξεσπάσει ο πόλεμος. Πολύ κοντά σε αυτές (στην ουρά της λίστας δηλαδή) βρίσκουμε το Μπακού, πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, κυρίως εξαιτίας της διαφθοράς που μαστίζει την χώρα.
Στην κορυφή συναντάμε την Βιέννη, η οποία σχεδόν επανέρχεται σε αυτό που θα λέγαμε «φυσική θέση της» αφού εκεί βρισκόταν τόσο το 2018 όσο και το 2019, ενώ η περσινή πιο κατοικήσιμη πόλη, το Όκλαντ, υποχώρησε 34ο αφού στη Νέα Ζηλανδία οι περιορισμοί λόγω covid μείωσαν την ελκυστικότητά της.
Στην πρώτη πεντάδα υπάρχουν ακόμη δύο ευρωπαϊκές πόλεις και συγκεκριμένα η Κοπεγχάγη και η Ζυρίχη, ενώ το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η «Γηραιά Ήπειρος» έχει δει σαφέστερα μεγαλύτερη βελτίωση στο δυτικό κομμάτι της σε σχέση με το ανατολικό, με την διαφορά κατά μέσο όρο να φτάνει στις 20 ποσοστιαίες μονάδες.