Στις τουλάχιστον 214 φορές (όσο το άθροισμα του ενός προαγωγού και των 213 «πελατών» του) που ασέλγησαν με κάθε τρόπο στο κορμί της 12χρονης, ας προσθέσουμε και την διαπόμπευση που υφίσταται πλέον η ίδια και η οικογένειά της από την φάρα των αδηφάγων ΜΜΕ που στοχοποίησαν ένα παιδί, έχοντας ουσιαστικά γνωστοποιήσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του.
Αυτό είναι ένα κομμάτι της «καθωσπρέπει» κοινωνίας. Εκείνης, δηλαδή, που αηδίασε στην ιδέα και μόνο ότι ενήλικες πληρώνουν για να εκμεταλλευτούν ένα 12χρονο παιδί με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια εάν και όταν γίνουν γνωστά τα στοιχεία των 213 βιαστών της (γιατί «πελάτες» λογίζονται μόνο για το τέρας που την εξέδιδε) θα διαπιστώσουμε ότι κι αυτοί μέρος της ίδιας «πλευράς» ήταν. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνονταν και ως τέτοιοι λειτουργούσαν.
Είναι δεδομένο ότι ανάμεσά τους θα αναγνωρίσουμε τον γείτονα, τον συνάδελφο, τον φίλο, ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς μας. Υπό την έννοια ότι οι πιθανότητες λένε πως αυτοί οι «άνθρωποι» -όταν δεν πληρώνουν για να βιάζουν ανυπεράσπιστα κοριτσάκια- διάγουν ζωές φυσιολογικές, όπως οι δικές μας. Ξυπνούν το πρωί, ξυρίζονται, πηγαίνουν στις δουλειές τους, αναρωτιούνται φωναχτά «πού πάει ο κόσμος», γκρινιάζουν για την ακρίβεια, παίρνουν τα δικά τους παιδιά απ’ το σχολείο και αγωνιούν για το μέλλον τους.
Σήμερα έξω από τα δικά τους σπίτια θα έπρεπε να έχουν στηθεί τηλεοπτικές κάμερες και μικρόφωνα. Δικές τους φωτογραφίες (έστω και με μωσαϊκό) θα έπρεπε να φιγουράρουν σε site και κανάλια. Κάτι που επίσης ανθρωποφαγία θα συνιστούσε υπό μία έννοια, αλλά θα συνέβαινε έστω για την σωστή πλευρά αυτής της τραγικής υπόθεσης η οποία δυστυχώς δεν είναι η πρώτη και να είστε βέβαιοι ότι δεν θα είναι ούτε η τελευταία.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι ρεπόρτερς που καλύπτουν την ιστορία αισθάνονται φρίκη ανάλογη με την δική μας. Κανείς δεν διεκδικεί αποκλειστικότητα στα συναισθήματα και ουδείς γνωρίζει πώς θα είχε συμπεριφερθεί εάν από την βολική πλευρά του κρίνοντα (όπως και ο γραφων άλλωστε) μεταφερόταν σε εκείνη του δημοσιογράφου που είναι υποχρεωμένος καθημερινά να ακροβατεί ανάμεσα στην συνείδησή του και στις συμβατικές υποχρεώσεις της δουλειάς του.
Όσο, όμως, διατηρεί ο καθένας μας την θέση του σε αυτό το μιντιακό σύστημα, υπόκειται και στην αντίστοιχη κριτική στην βάση των πεπραγμένων του. Η δημοσιοποίηση των στοιχείων ταυτότητας ενός θύματος –και μάλιστα όταν μιλάμε για πράξεις τόσο ειδεχθείς- μεταφράζεται σε ένα τεράστιο κοινωνικό στίγμα το οποίο δεν αφορά τον δράστη, όπως θα έπρεπε, αλλά ένα παιδί το οποίο υπέφερε με τρόπους που οι υπόλοιποι δεν μπορούμε καν να φανταστούμε.
Κι αντί να δείξουμε έμπρακτα την ευαισθησία και την αλληλεγγύη μας με τον ελάχιστο ανθρώπινο τρόπο, εμείς προτιμάμε να «ταΐσουμε» (εάν μιλάμε για μίντια) ή να «ταϊστούμε» (εάν μιλάμε για κοινό) με «πληροφορίες» οι οποίες δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην υπόθεση και έρχονται απλά να ικανοποιήσουν την τάση όλων μας για «κανιβαλισμό».
Η απόδειξη της ομαδικής συνενοχής (στον βαθμό που αναλογεί στον καθένα μας φυσικά) έρχεται από τον αριθμό των κλικ. Από τους μοναδικούς users που αποφάσισαν να ανοίξουν ένα λινκ και να δουν μια εικόνα –έστω και με μωσαϊκό- ενός κοριτσιού που βιάσθηκε και με αυτήν τους την ενέργεια στην πραγματικότητα νομιμοποίησαν εκείνους που δεν σεβάστηκαν την ιδιαιτερότητα του εγκλήματος ή της ηλικίας.
Άραγε εάν η δημοσιογραφική έρευνα και το ρεπορτάζ ξετρυπώσει και κάποιο βίντεο από τις πράξεις των 214, ακολουθώντας την ίδια λογική, θα ήταν αποδεκτή η δημοσιοποίησή του; Με βάση ποια νοσηρή συνθήκη θα μπαίναμε στον πειρασμό να πάρουμε «μάτι»; Γιατί αυτό θα κάναμε εάν επιβραβεύαμε με τον τρόπο μας ανάλογες πρακτικές. Η αυτολογοκρίσια, βλέπετε, είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση και αφορά τα όρια που χαράσσονται στην συνείδηση του καθενός και δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η δεοντολογία ή ακόμη και ο νομοθέτης.