Κάντο για τα παιδιά σου...

Κάθε αράδα και μία διδαχή

Διαβάζεις και διαρκώς κομπιάζεις. Πασχίζεις να συγκρατήσεις τα δάκρυα σου. Κι ύστερα αφήνεσαι. Υποκύπτεις στο μεγαλείο. Αν δεν κλάψεις τώρα, πότε; Αν κάτι αξίζει ακόμα και να πλαντάξεις ξανά και ξανά, είναι αυτό. ΜΟΝΟ αυτό.

Δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις πόση θλίψη νιώθεις για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισες. Το πώς μαύρισε η μέρα σου. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία με τόσο άσχημα μαντάτα. Ίσως όμως είναι μία από τις πολύ λίγες φορές που φεύγει κάποιος τόσο σπουδαίος. Το συμπεραίνεις τελικά από το συναίσθημα σου και μόνο.

Το νιώθεις πως είναι ό,τι καλύτερο διάβασες ποτέ. Ό,τι πιο ποιοτικό. Πάνω από ποιητικές επιδεξιότητες, βαθυστόχαστα νοήματα, διδάγματα άρτια επικοινωνημένα.

Πως μπορεί κάποιος στις τελευταίες σκέψεις της ζωής του να επινοεί ένα τέτοιο μνημείο ήθους, μεγαλοπρέπειας, γενναιοφροσύνης και αλτρουισμού; Να αυτοααποκαλείται «τυχερός» φεύγοντας στα 43 του; Να αναδεικνύει μία από τις μάστιγες του ΕΣΥ – τον ζωτικής σημασίας χρόνο που χάνεται για τους καρκινοπαθείς – όταν ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είχε την καλύτερη δυνατή φροντίδα; Πως γίνεται στον επιθανάτιο ρόγχο του να δηλώνει ευγνώμων για όσα έζησε, μοιράζοντας με τα λόγια του μόνο αισιοδοξία κι ελπίδα;

Ο Αλέξανδρος έφυγε νωρίς, αλλά σε μερικές αράδες είπε όσα δεν θα μπορέσουμε να πούμε όλοι οι υπόλοιποι σε εφτά ζωές. Κάθε παράγραφος και μία διδαχή. Θες να το δώσεις στα παιδιά σου να το διαβάσουν, αλλά φοβάσαι ότι θα τρανταχτεί ο ψυχικός τους κόσμος. Ναι, αλλά πρέπει. Όχι μόνο τα παιδιά σου. Τα παιδιά όλου του κόσμου. Η τελευταία ανάρτηση του Νικολαΐδη πρέπει να γίνει μάθημα στα σχολεία.

Να μαθαίνουν όλα τα Ελληνόπουλα ότι η τελευταία επιθυμία του ήταν να σωθεί «έστω ένα παιδί» από την πώληση των μεταλλίων του γιατί έτσι «θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι, κάθε κάταγμα στα πόδια μου». Να μαθαίνουν όλα ότι στον επίλογο του μακαρίζει την τύχη του για το ότι «με αγάπησε η πιο υπέροχη γυναίκα του κόσμου». Και ότι εγκωμιάζει όλο το επιστημονικό προσωπικό που στάθηκε πλάι του γιατί τα δύο χρόνια που άντεξε είναι χρόνος ικανός ώστε να μείνει ζωντανός στις αναμνήσεις της κορούλας του.

Δύο χρόνια ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να κρύψει το σταυρό που κουβαλά. Ακόμα και άνθρωποι που γνώριζε προσωπικά δεν ήξεραν για το μέγεθος του προβλήματος. Θα του ήταν πολύ εύκολο να πάρει ένα πολύ γερό boοst ματαιοδοξίας, απλώς επικοινωνώντας την ασθένεια του. «Είσαι Τιτάνας, θα αντέξεις», «έχεις συντρίψει τόσους αντιπάλους, θα νικήσεις και αυτόν» και άλλα τέτοια διάφορα θα κατέκλυζαν το inbox του. Γιατί να ρισκάρει όμως μέσα σε αυτά να μπερδευτούν και τα λόγια τα θεατρικά; Σιγά μην τους έκανε τη χάρη. Σε ότι αφορά το αν είχε κάποιο νόημα να δεχτεί ένα κύμα «αγάπης» από τον απλό κόσμο, απάντηση έχει δοθεί και για αυτό στην ανάρτηση του. «Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι έκανα για να αξίζω όλα αυτά που με ανιδιοτέλεια μου προσέφεραν…».

Βρείτε έναν τρόπο κύριοι οι αξίες που πρεσβεύει ο Νικολαΐδης να αναπαράγονται εσαεί στις σχολικές αίθουσες ακριβώς με τον τρόπο που τις διατύπωσε. Να γίνουν αντικείμενο μελέτης, αφορμή για ανάπτυξη ιδεών, με παράλληλη εκμάθηση της ζωής και των ιδανικών με τα οποία πορεύτηκε αυτό το ελεύθερο, απαλλαγμένο από κάθε μικρότητα, πνεύμα. Αυτός ο τεράστιος, επιπλέον, αθλητής για να μην το ξεχνάμε. Τον θαυμάσαμε και μας συγκίνησε ως μετρ πολεμικών τεχνών που ανέβασε δύο φορές την Ελλάδα στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων. Ανατριχιάσαμε με το σπαρακτικό «Έσπασε μαμά, έσπασε». Δεν ξέραμε όμως ότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτό που νομίζαμε. Ότι με το συγκλονιστικό του «αντίο» θα μας έκανε να ντραπούμε για όλες τις υποκρισίες, τις μικροπρέπειες μας και τις κάθε λογής σαθρές αξίες που θρέφουν την κενοδοξία μας.

Αν υπάρχει μετά θάνατον συναίσθηση ή αν πράγματι έφυγες για «κάπου καλύτερα» Αλέξανδρε, είσαι όντως τυχερός. Και μόνο βλέποντας την επίδρασή σου πάνω μας. Και μόνο διαισθανόμενος πόσο περήφανοι θα νιώθουν σε λίγα χρόνια η Ελεάννα και ο Γιώργος που θα δηλώνουν παιδιά του Αλέξανδρου Νικολαΐδη.

Και μόνο που υπήρξες υπάρχει ελπίδα…