Η ανάπτυξη των social media τα τελευταία χρόνια και το πλήθος απόψεων που βομβαρδίζει τον μέσο χρήστη τους είναι μια κατάσταση που σηκώνει άπειρη συζήτηση ως προς την χρησιμότητά της. Κατά μια εύστοχη παρατήρηση, η ανάπτυξη social media αποτελεί την διεύρυνση του παραδοσιακού καφενείου: κάποτε πήγαινες σε ένα καφενείο, άκουγες τι λένε οι θαμώνες του και είχες ένα δείγμα για το ποιες είναι οι απόψεις που κυκλοφορούν στην κοινωνία. Τώρα αρκεί απλά να ανοίξεις το Facebook και θα βρεθείς σε ένα πολυπληθέστερο, ψηφιακό καφενείο.
Είναι αυτό καλό ή κακό; Μάλλον τίποτα από τα δυο. Ή ίσως και τα δύο, ταυτόχρονα. Υπάρχουν στιγμές που είναι πράγματι καλό ο δημόσιος διάλογος να γίνεται τόσο διερυμένα και να μην είναι μονοπώλιο μερικών δεκάδων μεγαλοδημοσιογράφων που έχουν πιάσει από ένα στασίδι στα μεγάλα κανάλια και εκτοξεύουν αποψάρες από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Υπάρχουν και στιγμές που το μεγάλο ιντερνετικό μας καφενείο αποτελεί διεύρυνση του τοξικού κλίματος που φτιάχνουν τα παραδοσιακά Μέσα: αν τα social media δεν αποτελούν εναλλακτική απέναντι στις αποψάρες των ομιλουσών κεφαλών που βρίσκονται στα τηλεοπτικά παράθυρα αλλά ένα είδος πολλαπλασιασμού τους, τότε ζήτω που καήκαμε.
Το δυστύχημα των Τεμπών είναι δεδομένο πως θα μείνει για πάντα χαραγμένο στις μνήμες όλων μας. Θα το κουβαλάει σαν συλλογικό τραύμα η κοινωνία μας για χρόνια. Και επειδή αποτελεί μάλλον αφέλεια μεγατόνων να πιστέψει κανείς πως πίσω από αυτή την τραγωδία δεν κρύβεται μπόλικη κρατική βρωμιά, το κλίμα που δημιουργείται μέσα από τα social media είναι αναπόφευκτο.
Όμως, προσοχή: είναι άλλο πράγμα να σχολιάζουμε πάνω σε ζητήματα που γνωρίζουμε και άλλο πράγμα να γεμίζουμε τη δημόσια σφαίρα με τόνους ημιμάθειας απλά για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας να μιλήσουμε. Στην δεύτερη περίπτωση περισσότερο συμβάλουμε στην συσκώτιση της υπόθεσης παρά την σπρώχνουμε προς το αναγκαίο φως.
Μια από τις πρώτες δηλώσεις του πρωθυπουργού για το δυστύχημα των Τεμπών ήταν πως πρόκειται για «ανθρώπινο λάθος». Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις για να γίνει κατανοητό πως μια τέτοια δήλωση, από τα πιο θεσμικά χείλη αυτής της χώρας προκαταβάλει την διερεύνηση της υπόθεσης: αν πριν καλά-καλά θαφτούν οι νεκροί, ο ίδιος ο πρωθυπουργός βιάζεται να τα ρίξει όλα στο «ανθρώπινο λάθος», δύσκολα μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά τις διαβεβαιώσεις πως «δεν θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο».
Όμως, όταν την ίδια στιγμή στα social media μια αντίστοιχη κατάσταση δομείται, η κριτική προς την κρατική προχειρότητα χάνεται μέσα σε έναν ωκεανό απόψεων μηδαμινής βαρύτητας. Όταν ο καθένας, χωρίς να έχει την παραμικρή τεχνική γνώση για το πως λειτουργεί το σιδηροδρομικό δίκτυο, χωρίς να ξέρει επακριβώς που ξεκινά η ευθύνη του δημοσίου και που εκείνη του ιδιώτη, εκφράζει διαρκώς απόψεις που δεν στηρίζονται πουθενά, όταν άπειροι γνώστες επί παντός επιστητού δεν σταματάνε να λένε πως «έπρεπε να γίνει αυτό, έπρεπε εκείνο, έπρεπε να γίνει το άλλο», τότε πέρα από την ανάγκη να πούμε ντε και καλά κάτι, τίποτα άλλο δεν προσφέρουμε.
Οι συνδικαλιστές της ΟΣΕ, που ούτε λίγο ούτε πολύ αντιμετωπίζονται ως προφήτες της κακιάς στιγμής, δεν ακούστηκαν όταν έπρεπε όχι μόνο επειδή οι προειδοποιήσεις τους θάφτηκαν από τα μεγάλα ΜΜΕ, που άλλη δουλειά δεν έχουν από το να βρίζουν τις απεργίες και τους συνδικαλιστές, αλλά και επειδή τα Μέσα που θα μπορούσαν να την αναδείξουν δεν της έδωσαν σημασία.
Δεν είναι κακό: ας σταματήσουμε να μιλάμε εμείς διαρκώς, ας κάνουμε χώρο να ακουστούν αυτοί που πρέπει…