Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα «είσαι ό,τι δηλώσεις».
Αρκεί να πεις κάτι που ακούγεται σχετικά πειστικό, χωρίς να χρειαστεί να το αποδείξεις, ώστε να το καταπιεί… αμάσητο η πλειοψηφία.
Αντίστοιχα το ίδιο συμβαίνει με τους αστικούς μύθους:
Λες κάτι «πιασάρικο», ιντριγκαδόρικο, ακόμα και καφενειακό και μπορεί να γίνει viral από γενιά σε γενιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι η ελληνική γλώσσα δεν έγινε διεθνής κάποτε μόλις για… μια ψήφο.
Και απείρως πιο ενδεικτική περίπτωση του πόσο εύκολα μπορεί να υιοθετηθεί μια παρόλα (ακόμα κι αν αφορά σημαντικό ζήτημα) είναι η δοξασία για τα λευκά ψηφοδέλτια:
Αυτή που τα θέλει (στα συνολικά αποτελέσματα των εκλογών) να πηγαίνουν στο πρώτο κόμμα!
Κατά την αντίληψη του νομοθέτη, το λευκό προσδιορίζει μια συγκεκριμένη επιλογή:
Ο εκλογέας αποδέχεται τη δημοκρατική διαδικασία και το ρόλο του σε αυτήν, αλλά δεν στηρίζει κανένα από τα κόμματα που συμμετέχουν.
Εύλογα λοιπόν ταυτίστηκε στο μυαλό του κόσμου (όπως και το άκυρο) ως εργαλείο «διαμαρτυρίας».
Κάπου στην πορεία όμως επικράτησε η εξής αυθαίρετη άποψη:
Δεν έχει νόημα να ψηφίσεις λευκό, γιατί ενισχύεις τελικά αυτόν που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους.
Κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα.
Ή μάλλον δεν ισχύει με τον τρόπο που το πιστεύει ο κόσμος…
Όπως και τα άκυρα, έτσι και τα λευκά ψηφοδέλτια δεν «πάνε πουθενά», δεν τα παίρνει κανένα πολιτικό κόμμα.
Πάνε στα σκουπίδια και δεν προσμετρούνται στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο μόνος ρόλος που παίζουν λοιπόν στα συνολικά ποσοστά των κομμάτων είναι ότι τα ανεβάζουν ΟΛΑ (και όχι μόνο του πρώτου).
Αν, για παράδειγμα, επί συνόλου 100 ψηφοφόρων οι 20 επιλέξουν λευκό, τα έγκυρα ψηφοδέλτια που θα συμπεριληφθούν στην καταμέτρηση θα είναι 80.
Σε περίπτωση που ένα κόμμα συγκεντρώσει 40 εξ αυτών, θα έχει λάβει ποσοστό 50% επί των έγκυρων ψηφοδελτίων, παρόλο που το επέλεξε ουσιαστικά το 40% όσων ψήφισαν.
Εξαιτίας δηλαδή των λευκών ψηφοδελτίων, θα έχει αυξήσει το ποσοστό του κατά 10%.
Επειδή λοιπόν το ίδιο ισχύει για όλα τα κόμματα, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό (βάσει των μαθηματικών) για το πρώτο, επικράτησε η μπαρούφα ότι τα λευκά πάνε όλα σε αυτό.
Υπήρξε, δε, τα τελευταία χρόνια και μια άλλη… βερσιόν του μύθου, ακόμα πιο λαϊκίστικη, που αναφέρει το εξής:
«Aν τα λευκά ψηφοδέλτια ξεπεράσουν το 50%, οι εκλογές ακυρώνονται και οι βουλευτές πάνε σπίτι τους».
Άλλη κοτσάνα αυτή…
Σε κανέναν εκλογικό νόμο (ούτε της Ελλάδας, ούτε οποιασδήποτε άλλης χώρας) και φυσικά σε κανένα σημείο του Συντάγματος δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο:
Οι εκλογές θεωρούνται έγκυρες ανεξαρτήτως συμμετοχής και οι έδρες κατανέμονται με βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια που βγαίνουν από τις κάλπες.
Προφανώς λοιπόν θα προέκυπτε ηθικό ζήτημα σ’ ένα υποθετικό ενδεχόμενο που τα λευκά θα συγκέντρωναν τεράστιο ποσοστό (αφού αυτό θα σήμαινε μαζική αποδοκιμασία στα κόμματα).
Πρακτικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν θα υπήρχε…
Η βουλή θεωρείται νόμιμη ακόμα κι αν ψηφίσουν πολύ λιγότεροι από τους μισούς εκλογείς…
Εξάλλου και από ιστορικής άποψης, ουδέποτε το λευκό διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο σε εκλογές.
Και παρόλο που άρχισε να καλλιεργείται στην εκλογική κουλτούρα μετά τη Μεταπολίτευση, υπήρξε μια μόνο φορά που καταγράφηκε ως συνειδητή ψήφος διαμαρτυρίας.
Ήταν στις Ευρωεκλογές του 2009, όταν στην περιφέρεια Ροδόπης οι τοπικοί ηγέτες της μουσουλμανικής μειονότητας έδωσαν σχετική γραμμή.
Θέλησαν με αυτό τον τρόπο ν’ αποτυπωθεί η διαμαρτυρία τους προς το ελληνικό κράτος για τα εμπόδια που θεωρούσαν ότι έβαζε στην εκπροσώπησή τους στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφούν τα υψηλότερα ποσοστά λευκού σε τοπικό επίπεδο (8,97% στη Ροδόπη και 6,69% στην Ξάνθη) και μια κωμικοτραγική κατάσταση:
Να μπερδέψουν πολλά μέλη της μειονότητας το λευκό ψηφοδέλτιο με αυτό του κόμματος Λ.Ε.Υ.Κ.Ο. (Λαϊκές Ενώσεις Υπερκομματικών Κοινωνικών Ομάδων).
Και ανταμείβοντας ακούσια την… έμπνευση του ιδρυτή του, να το αναδείξουν τέταρτο κόμμα στη Ροδόπη (4,84%), πάνω από ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ!